Οταν ο πατέρας μου, το 1940, πήγε στον πόλεμο, δεν είχε κλείσει ακόμη τα είκοσι χρόνια του. Τους τριτοετείς της Σχολής Ευελπίδων εκείνης της χρονιάς τούς όρκισαν άρον άρον ανθυπολοχαγούς και τους έστειλαν στο μέτωπο. Και έτσι, έφηβος σχεδόν, βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, έχοντας μάλιστα στην ευθύνη του ένα σώμα διακοσίων περίπου ανδρών, όλοι μεγαλύτεροι από εκείνον. Γενικά, δεν μας έλεγε ιστορίες από τον πόλεμο εκτός από μία. Ενα περιστατικό που τον είχε συγκλονίσει και το διηγείτο έως τον θάνατό του. Αμέσως μετά από μία νικηφόρα για τον Ελληνικό Στρατό μάχη, προχωρούσε με τους άνδρες του στα εδάφη του εχθρού. Και εκεί, μέσα σε ένα σκηνικό θανάτου, βρήκαν έναν ιταλό στρατιώτη, πετσοκομμένο από τις οβίδες. Δεν ήταν καν τραυματίας, ένα κομμάτι του είχε μείνει στην πραγματικότητα σαν να υπερέβαινε τα όρια της φυσικής αντοχής, για έναν «πρώην άνθρωπο» επρόκειτο που σφάδαζε καθώς ξεψυχούσε μέσα σε αφόρητους πόνους. Και παρακαλούσε τους έλληνες στρατιώτες να δώσουν, με μια σφαίρα, τέλος στο μαρτύριό του. Ο πατέρας μου, επικεφαλής της ομάδας του, έβγαλε το περίστροφό του, σημάδευσε, αλλά δεν… Ο νεαρός αξιωματικός που μέχρι πριν από λίγη ώρα ήταν στην πρώτη γραμμή της μάχης δεν μπορούσε να σκοτώσει έναν άνθρωπο που στεκόταν απέναντί του, ακόμη και αν ο θάνατος θα ήταν για εκείνον λύτρωση. Εκανε νόημα σε αυτόν που περπατούσε πίσω του, αλλά ούτε κι εκείνος μπόρεσε. Και έτσι πήγε με όλους. Κανείς δεν μπορούσε να σκοτώσει εν ψυχρώ. Αν θυμάμαι καλά, είπαν να βάλουν κλήρο. Αλλά εν τω μεταξύ ο Ιταλός ξεψύχησε.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ