Από την εποχή των Μνημονίων, η πολιτική των επιδομάτων θεωρείται ταμπού. Οχι άδικα: μια οικονομία σε επιτήρηση δεν μπορεί να μοιράζει άκριτα διαρκώς. Τα καμπανάκια χτυπούν ακόμα, με την πρώτη ευκαιρία, ώστε τα ποσά που μοιράζονται να φτάνουν «μέχρι εκεί που αντέχουμε» και όχι παραπάνω. Είναι ένα μάθημα της προηγούμενης δεκαετίας που οι ελληνικές κυβερνήσεις φαίνεται πως το πήραν. Ή, τουλάχιστον, το έχουν κατά νου κάθε φορά που έρχεται η ώρα του λογαριασμού.

Η εποχή ωστόσο για την ελληνική οικονομία, με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, έχει αλλάξει. Ο Πρωθυπουργός μίλησε για υπεραπόδοση του προϋπολογισμού, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα στα στοιχεία του δεκαμήνου φτάνει τα 6 δισ. ευρώ. Αυτοί οι αριθμοί επιτρέπουν στο κυβερνητικό επιτελείο να επιστρέψει αυτά τα χρήματα στους πολίτες.

Η προαναγγελία για τη στήριξη των πιο αδύναμων νοικοκυριών και των ευάλωτων ομάδων είναι σχεδόν αυτονόητη. Και, εν μέρει, μια ένδειξη επιστροφής στην πολυπόθητη οικονομική κανονικότητα, παρά τα φαινόμενα ακρίβειας και πληθωρισμού που επίσης απαιτούν την άμεση κυβερνητική προσοχή.

Ποιο είναι το νόημα των πλεονασμάτων για μια χώρα που δεν βρίσκεται πια σε κρίση χρέους, που δεν βρίσκεται υπό επιτροπεία στα οικονομικά της; Ποια είναι η αξία τους για ένα κράτος που πλέον δεν έχει να αποδείξει τίποτα; Τα πλεονάσματα υπάρχουν για να μοιράζονται, να αποδίδονται στην κοινωνία. Ετσι συμβαίνει παντού, έτσι πρέπει να γίνεται κι εδώ.