Πολύ ορθά στην αιχμή της εθνικής μας στρατηγικής τίθεται η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Και αυτό αποκτά μια επικαιρότητα ως διεκδίκηση με την επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Μεγάλη Βρετανία. Τα επιχειρήματα άλλων δεκαετιών από βρετανικής πλευράς είναι παντελώς ασθενή πια λόγω και του υπερσύγχρονου Μουσείου της Ακρόπολης αλλά και πάντα λόγω του απαράδεκτου της κατάτμησης του ίδιου του απαράμιλλου αρχαιολογικού συνόλου.
Η στιγμή είναι καλή για την Ελλάδα, αφού και οι σύμμαχοι στην αγγλική όχθη είναι αρκετοί, όπως ο επικεφαλής των Εργατικών, ενώ ένα πρελούδιο συμφωνίας μπορεί τώρα να οικοδομηθεί σε περιβάλλον αμοιβαίας εμπιστοσύνης.
Βέβαια ο όλος αγώνας δεν σταματά, είναι διαρκής και πέραν των φανερών διεκδικήσεων έχει και ένα διπλωματικό παρασκήνιο όπου επίσης πρέπει να δώσουμε όλες τις δυνάμεις μας και βέβαια να έχουμε διακομματική γραμμή αλλά και ενεργοποίηση όλων των δικών μας μέσων.
Το θέμα δεν οριοθετείται απλώς στην κλοπή ή στην παράνομη αξιοποίηση των Γλυπτών. Είναι και ζήτημα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σχέσης των δύο κρατών αλλά και αποκατάστασης μιας αδικίας δεκαετιών που αγγίζει το πιο δομικό των θεμάτων: τον Πολιτισμό και τη Συνέχεια. Τον Ελληνισμό.
Η διαρκής υπενθύμιση αυτές τις ημέρες και επί βρετανικού εδάφους δεν είναι μιας δευτερεύουσας κλίμακας διεκδίκηση. Είναι κεντρική στρατηγική με παρελθόν αγώνων – π.χ. από τη Μελίνα – και με συμπαγή πια επιχειρήματα που δεν αντικρούονται εύκολα. Είναι η ώρα.