Η ακύρωση του ραντεβού με τον έλληνα Πρωθυπουργό ήταν ένα σοβαρό διπλωματικό ατόπημα του Ρίσι Σούνακ. Ταυτόχρονα, ήταν κι ένα ενδεικτικό του πολιτικού του αναστήματος λάθος. Ο βρετανός πρωθυπουργός «ενοχλήθηκε» από τις αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στα Γλυπτά του Παρθενώνα σαν να εμφανίστηκε προχθές στην πολιτική σκηνή της πατρίδας του και να μην έχει ακούσει ποτέ τις πάγιες ελληνικές θέσεις για την επιστροφή τους.
Ο Σούνακ έδειξε έτσι ότι αδυνατεί να κατανοήσει έναν διαχωρισμό που βρίσκεται στα SOS των εγχειριδίων διακυβέρνησης. Εκανε μια κίνηση στη σκακιέρα της εξωτερικής πολιτικής για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.
Ακόμη και Βρετανοί διέκριναν πίσω από την απροσδόκητη αυτή απόφαση της Ντάουνινγκ Στριτ το άγχος του ενοίκου της για την πολιτική του επιβίωση εξαιτίας του ποσοστού με το οποίο υπερτερούν οι Εργατικοί των Τόρις στις δημοσκοπήσεις. Αλλοι υποστηρίζουν ότι βρήκε έναν αντιπερισπασμό ώστε να αποφύγει τον δημόσιο διάλογο γύρω από πιο δυσάρεστα για την κυβέρνησή του θέματα.
Οπως και να έχει, όμως, ευτελίζοντας στα μάτια της κοινής γνώμης τον θεσμό που ενσαρκώνει, είναι μάλλον απίθανο να κλείσει την ψαλίδα ή να πείσει έστω και έναν πως μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς που του ανατέθηκε.
Η Ελλάδα ζητεί εδώ και δεκαετίες την επανένωση των Γλυπτών. Και είναι παραδοσιακά σύμμαχος της Μεγάλης Βρετανίας. Επιλέγοντας να μη συζητήσει για όλα τα θέματα μαζί της – από τα Γλυπτά μέχρι το Μεταναστευτικό, που είναι από τα κρισιμότερα προβλήματα στο Νησί – βλάπτει τα συμφέροντα της χώρας του στο τέλος της ημέρας.