Οι περισσότεροι φίλοι μου, Ολυμπιακοί, Αεκτζήδες ή Παναθηναϊκοί, στηρίζουν την ξένη ομάδα όταν η αντίπαλη ελληνική παίζει στο εξωτερικό. Είναι κάτι σύνηθες, αν όχι δεδομένο στο ποδόσφαιρο. Προκαλεί όμως πάντα αμηχανία όταν ο οπαδισμός εισέρχεται και στην πολιτική. Τη στιγμή που η αδιανόητη κίνηση του βρετανού πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ να ακυρώσει το ραντεβού με τον έλληνα Πρωθυπουργό λειτούργησε ως προσωπικό του Βατερλώ και βρετανικό σαμποτάζ καθιστώντας ευρύτερα γνωστές τις ελληνικές θέσεις στο θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα, εγχώριοι τιμητές βρήκαν ευκαιρία για αντεθνική προπαγάνδα. Την ώρα που διεθνείς αναλυτές έκαναν λόγο για πολιτικό φάουλ του βρετανού πρωθυπουργού συνδέοντάς το με τη δυσμενή δημοσκοπική του εικόνα, η τομεάρχης πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ αποφαινόταν πως «τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι σοβαρή υπόθεση για να αφήνεται στα χέρια του Μητσοτάκη» και πως «ο Πρωθυπουργός της χώρας φαίνεται να είναι διατεθειμένος να αποκλίνει του εθνικού στόχου της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα». Τη στιγμή που η βρετανική «Guardian» καυτηρίαζε τον Σούνακ για «άσκοπο διπλωματικό ξέσπασμα», «εσφαλμένη στρατηγική κρίση» αλλά και «παιδιάστικη», ελληνικό κομματικό έντυπο έκανε λόγο για «ψυχρολουσία Μητσοτάκη». Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι η άκρως μετρημένη ανάρτηση του Στέφανου Κασσελάκη, όπου διαπίστωνε πως «η υπόθεση είναι ζήτημα που υπερβαίνει το πρόσωπο του εκάστοτε έλληνα Πρωθυπουργού και τις κομματικές αντιπαραθέσεις, είναι εθνική υπόθεση που αφορά την ιστορία ενός ολόκληρου λαού», αποτέλεσε αντικείμενο εσωκομματικής αντιπολίτευσης από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που επιμένουν ότι το κομματικό πρέπει να υπερβαίνει ακόμα και το εθνικό.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ