Το 1955 τελείωσα το Γυμνάσιο της Λαμίας, της ρουμελιώτικης πόλης που γεννήθηκα και έφτασα ως την εφηβεία. Ο πατέρας μου, φιλόλογος και την εποχή εκείνη Γυμνασιάρχης, υπηρετούσε μακριά από την οικογένειά μας στην Καλαμπάκα. Είχα μεγαλώσει σε μια οικονομικά στενεμένη οικογένεια, εργαζόμενος δημόσιος υπάλληλος ο πατέρας, η μητέρα οικοκυρά εγγράμματη, απόφοιτη οκτατάξιου δημοτικού στην εποχή της. Ζούσαμε με ενοίκιο και στο ίδιο ισόγειο πάτωμα συγκατοικούσαμε με μια άλλη οικογένεια, που είχε καταφύγει στην πόλη εξαιτίας του Εμφυλίου, έχοντας καεί το σπίτι της στη διάρκεια μιας σύγκρουσης ανταρτών και στρατού. Δύσκολη η συγκατοίκηση. Κοινή τουαλέτα στο ύπαιθρο, κοινή βρύση, κοινό πλυσταριό, κοινό ρολόι ηλεκτρικού, κοινός λογαριασμός δημοτικών τελών. Ανθρωποι δυσπρόσιτοι, μόνο μια καλημέρα, ενώ μας χώριζε ένας διάδρομος με πλακάκια. Εργατικοί άνθρωποι, επιφυλακτικοί, δε γνωρίσαμε ποτέ, έστω τυχαία, τις φιλίες τους, τις κοινωνικές επαφές τους, την παιδεία τους. Είχαν δύο συνομήλικα με μας παιδιά, τρία αγόρια εμείς, δύο αγόρια οι «συγκάτοικοι». Καμιά επαφή. Δεν κατορθώσαμε σε έναν χώρο δέκα τετραγωνικών, ποια τύχη, ποια μοίρα, τραγωδία, αδιέξοδο τους έφερε εσωτερικούς μετανάστες στην επαρχιακή πρωτεύουσα του νομού.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ