Ο ποιητής Ν.Δ. Καρούζος συνήθιζε σε μεγάλη ηλικία, όταν τον ρωτούσε κανείς «πώς είναι;», να απαντά με μια στεντόρεια επιθετική φωνή λέγοντας: «Μελαγχολώ». Αντίθετα με τον Βασίλη Βασιλικό που την τελευταία δεκαετία η μελαγχολία της μεγάλης ηλικίας έκανε την έμφυτη ευγένειά του ακόμη μεγαλύτερη. Ισως να μελαγχολούσε λιγότερο αν είχε κατορθώσει να πραγματοποιήσει ένα σχέδιό του και το έργο του που αριθμεί εκατόν είκοσι τόμους – αν όχι περισσότερους – δεν το αισθανόταν με το να είναι μοιρασμένο σε πολλούς εκδοτικούς οίκους, σχεδόν «αδέσποτο», και είχε συγκεντρωθεί, όπως ακριβώς έχει συμβεί με τον Νίκο Καζαντζάκη, σε έναν εκδοτικό οίκο που θα έφερνε το όνομά του. Θα ήταν το λιγότερο άστοχο να θελήσει να παρηγορήσει μεταθανάτια κανείς έναν δημιουργό που οι επτά τουλάχιστον δεκαετίες της ζωής του μοιάζουν τόσο πυκνοκατοικημένες ώστε θα χρειαζόταν ένα πολυμελές επιτελείο μελετητών, φιλολόγων και ερευνητών προκειμένου να κάνει την πεζογραφική, ποιητική, δοκιμιογραφική και δημοσιογραφική – μην την ξεχνάμε – παρακαταθήκη του όχι μόνο πηγή αναγνωστικής απόλαυσης – που έτσι κι αλλιώς ισχύει – αλλά και ένα χρηστικό εργαλείο ώστε οι εποχές που μέσα τους δημιουργήθηκε η παρακαταθήκη αυτή να φωτίζονται χάρη στο εντελώς προσωπικό και εν πολλοίς ανεπανάληπτο αποτύπωμα, όπως αυτό του Βασίλη Βασιλικού. Αντί να ταξινομεί κανείς σε εποχές το έργο του Βασίλη Βασιλικού, θα ήταν προτιμότερο να περιοριστεί σε μια παρατήρηση τόσο ειδικής όσο και γενικής σημασίας, γράφοντας πως η έκπληξη που αποτέλεσε η είσοδός του στα ελληνικά γράμματα με τα δύο βιβλία του «Η διήγηση του Ιάσονα» και «Το φύλλο, το πηγάδι, το αγγέλιασμα» δεν τον καθήλωσε συγγραφικά ώστε να θέλει να διαιωνίζεται ως έκπληξη – γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα τη ρουτίνα και την κοινοτοπία.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ