Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα και με τη βασανιστική προσωπική ασφυξία (πολιτική και εξωπολιτική) που αισθάνονταν πολλοί στον χώρο του «παλαιού» ΣΥΡΙΖΑ, η διάσπαση μοιάζει απελευθερωτική για όλα τα πρόσωπα του δράματος. Μπορεί ο καθένας να κατοικήσει τη δική του, σχεδόν ιδιόκτητη Αριστερά. Ετσι κι αλλιώς, αυτό συνέβαινε και στα χρόνια της συμπαγούς κομματικής κατασκευής. Οχι ακριβώς γιατί υπήρχε μια χαλαρότητα με υποτυπώδεις κομματικές πειθαρχίες, αλλά κυρίως γιατί το ευρύ πολιτικό σχήμα εκτεινόταν από το παραδοσιακό μικροαστικό φαντασιακό μέχρι τις υπώρειες της ποικίλης εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Αυτό το τεράστιο τόξο επέτρεπε, ως φυσικές μάλιστα, όλες τις αποκλίνουσες. Στην πραγματικότητα όμως, η διάσπαση, αυτή η «αποδέσμευση», γίνεται πιο αιχμαλωτιστική και ίσως ασύμφορη. Τα προκύπτοντα μέρη είναι καταδικασμένα να συγκαθορίζονται και να νομιμοποιούνται στα μάτια του κοινού που διεκδικούν, μέσα από μια υψηλή αντιπολιτευτική ένταση, συγχρόνως όμως είναι καταδικασμένα να αλληλοκαθορίζονται μέσα από μια φορμαλιστική, μορφολογική διαφοροποίηση του ενός από το άλλο. Ητοι, η μοίρα (που την έχουν διαμορφώσει τα ίδια τα μέρη του δράματος, από την περίοδο της μακράς και, υποτίθεται, ανέφελης συμπόρευσης) είναι να χειραφετείται το ένα από το άλλο, μέσα από αδυσώπητη «εμφύλια» σύγκρουση. Και στις δύο περιπτώσεις, και ως προς την αντικυβερνητική ένταση και ως προς την εμφύλια σύγκρουση, καθηλώνονται σε μια «χειροπόδαρη» αλληλεξάρτηση. Καθηλώνονται σε έναν πιεστικό κατοπτρισμό. Το ένα (ο αντιπολιτευτικός οίστρος) σε χειραφετεί ως ακέραιο πολιτικό, ιδεολογικό σχήμα και το άλλο (τα εμφύλια χτυπήματα) κρίνει τη ζητούμενη ηγεμονία επί του δυνάμει κοινού. Επί αυτού του κοινού, που διέρρευσε εκλογικά ή που, τελευταία, πάει σπίτι του. Κατά κάποιον τρόπο και με την παιδαριώδη διαχείριση της διαφωνίας (ή της απέχθειας) αναδύονται πολλαπλασιαστικά τα ιδρυτικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ. Η αυτοσχεδιαστική λογική, η «ενεστωτική» συγκρότηση της πολιτικής του πάνω στο υπόστρωμα νεφελωδών ιδεολογικών επικλήσεων. Οι επικλήσεις ίσως δημιουργούν μια ατμόσφαιρα, διεγείρουν αισθήματα, ενεργοποιούν συνειρμούς, φιλοτεχνούν ακόμα και προφίλ στελεχών, δεν φτιάχνουν όμως κόμμα, δεν συγκροτούν πολιτική πρόταση και, κυρίως, δεν διαμορφώνουν μηχανισμούς προώθησης αυτής της πρότασης, σε επιστημονικά αναλυμένο, μετρημένο, προσδιορισμένο κοινό. Αυτή η συντριπτική παρανόηση, να θεωρείς την επίκληση ως ισοδύναμο της πολιτικής δυνατότητας, και μάλιστα να θεωρείς τον εαυτό σου ως την επιτομή αυτής της πολιτικής δυνατότητας, εικονογραφεί και τους όρους της τωρινής κρίσης. Η διάσπαση είναι ακόμα μια μαρτυρία της θεμελιώδους αδυναμίας να αφομοιώσεις και το άλμα και τη συντριβή. Η κατασκευή ρηχών υποκατάστατων εκβάλλει και στα σημερινά διαβήματα. Η αδυναμία εκλογίκευσης της ήττας μαζί με μια ακατανόητη σαθρότητα στις στελεχιακές σχέσεις, η γραφειοκρατικοποίηση, υπαλληλοποίηση κόμματος και ηγετικής κλίμακας, εκδηλώνεται και στην ιδεολογική «ύλη», που επιστέφει τα προκύπτοντα σχήματα. Το μεν «αποσπασμένο» δεν έχει ρίζα και ευεξήγητη πολιτική αποκλίνουσα, το δε «παραμένον» έχει μεγάλα λειτουργικά προβλήματα, ανεπεξέργαστο λόγο και βιασύνη. Εξαιρώ μερικά πρόσωπα του κοινοβουλευτικού πυρήνα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ