Ο πατέρας μου, μύρο το κύμα του χρόνου που τον τύλιξε, όταν χτιζόταν το αεροδρόμιο των Σπάτων, στριφογύριζε μέσα στο σπίτι και κατέβαζε καντήλια. Μολονότι βαμμένος Βενιζελικός, ωρυόταν ότι το νέο αεροδρόμιο έπρεπε να ονομαστεί Διεθνές αεροδρόμιο «Μαρία Κάλλας» γιατί άλλον τέτοιο παγκόσμιας εμβέλειας μύθο, δεν έχουμε. Το κράτησα αυτό και ομολογώ ότι μου βγήκε σε καλό. Το σκεφτόμουν μάλιστα το περασμένο Σάββατο στη Λυρική περιμένοντας να αρχίσει το ντοκιμαντέρ με τα «Αγνωστα ελληνικά χρόνια της Κάλλας». Τι να λέμε τώρα; Βγήκα από ‘κει μέσα ένδοξο ράκος. Δημοσιογράφος καθώς διατείνομαι ότι είμαι, έχω μια υποχρέωση παραπάνω στον Βασίλη Λούρα επειδή έκανε την ερευνητική δουλειά που σε κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να κάνουμε εμείς. Που πείσμωσε από αγάπη. Που μάνιασε από επιθυμία να φέρει στο φως στοιχεία τα οποία ανατρέπουν τον μύθο της ωνασόπληκτης πριμαντόνας που έσβηνε στο παριζιάνικο απαρτεμάν της, αβενύ τάδε, βουλιάζοντας στον λάκκο που σου στήνει η προδοσία, και δη η ερωτική. Δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν καθόλου έτσι. Η Κάλλας μέχρι την τελευταία της στιγμή κάτι ετοίμαζε. Εκανε πρόβες χρησιμοποιώντας ένα ευτελές κασετοφωνάκι του ’70, από εκείνα με την κασέτα στο forward και στο rewind. Η φίλη της, πατρικία της πιανιστικής τέχνης Βάσω Δεβετζή, πήγαινε κάθε πρωί στης Μαρίας και μελετούσαν εξαντλητικά την άρια από τη «Δύναμη του πεπρωμένου» του Βέρντι σβήνοντας και γράφοντας πάνω στην ίδια κασετούλα. Το καταστροφικό παγκόσμιο ενδιαφέρον που προκάλεσε ο θάνατός της, πήρε σβάρνα την πραγματική, τη ζώσα Μαρία Κάλλας.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ