Τον συναντώ ακόμα τον Χάρη, πότε – πότε, στην Τσιμισκή, ή στην Ερμού, όπου έχει το δικηγορικό του γραφείο. Εδώ και πολύ καιρό έχει αφήσει γένια που κρύβουν εντελώς το βαθύ σημάδι σε σχήμα «Λ» που έχει στο δεξί μάγουλο – του έμεινε από εκείνη την παλαβή νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων, κάποιες δεκαετίες πριν. Ναι, θα ήταν ένα, ή δυο χρόνια πριν απ’ τη χούντα. Τότε ζούσαμε ακόμα σ’ ένα χωριό της Αλμωπίας, στον νομό Πέλλας. Μικρό χωριό, σχετικά φτωχό, γεωργοκτηνοτροφικό. Και με τον Χάρη ήμασταν, τότε, δεκαπέντε χρονών – κάναμε διαρκώς παρέα ως συνομήλικοι, συμμαθητές και γείτονες. Το βράδυ της παραμονής, όπως συνηθίζονταν, βγήκαμε μαζί να πούμε τα κάλαντα, μπουρμπουλωμένοι με γερά ρούχα και φορώντας πέτσινα καπέλα με γούνινα αφτιά. Εγώ είχα ρίξει από πάνω μου και μια ευζωνική κάπα του πατέρα μου που είχε υπηρετήσει ως τσολιάς στην προεδρική φρουρά και του ‘μεινε αμανάτι. Παρότι ήμουνα ψηλός, μου έφτανε ως τον αστράγαλο και ήταν αδιαπέραστη απ΄ το κρύο. Στο χέρι κρατούσα ένα παλιό μαντολίνο το οποίο προσπαθούσα επί δυο χρόνια να δαμάσω, να το μάθω μόνος μου – είχε ξεμείνει στο σπίτι μετά τον θάνατο ενός θείου μου που ήταν μουσικός στην μπάντα της Αριδαίας. Δεν ήξερα ούτε καν να το κουρντίσω καλά κι έπαιζα φάλτσα μερικά τραγουδάκια – αλλά έμαθα κάπως τα κάλαντα για να βγούμε τα Χριστούγεννα να τα πούμε.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ