Ο παππούς ζούσε στο χωριό, βάδιζε στα ενενήντα, και για τις γιορτές δεν γινόταν να μείνει μόνος – η γιαγιά τους είχε αφήσει χρόνους. Από τα τρία παιδιά του, ο μεγάλος στη Γερμανία, ο δεύτερος ο νταλικέρης «δεν ευκαιρώ να πάω εγώ, φορτωμένα δωδεκάωρα έχω τέτοιες μέρες», λοιπόν ο κλήρος έπεφτε και πάλι στη μικρή κόρη τη Φωτούλα. Με την κόρη της, τη δεκαπεντάχρονη – που δεν καλοέβλεπε αυτήν τη μετακίνηση στη θέση του ρεβεγιόν που είχε προγραμματίσει – πήραν το υπεραστικό και φτάσαν στον γενέθλιο τόπο. Ο παππούς που παρά την παγωνιά τους περίμενε στη βεράντα, φώναξε τη Λιούμπα, την οικιακή βοηθό να πάρει τις βαλίτσες και τις όποιες προμήθειες είχανε με κόπο κουβαλήσει, και πέρασαν στο καθιστικό, όπου μπουμπούνιζε η μασίνα. Αχ, αυτή η θαλπωρή από τα ξύλα που καίγονται του δάσους, καμιά σχέση με.., σκέφτηκε η Φωτούλα, μα δεν συνέχισε, γιατί η ατμόσφαιρα γύρω, με τις στρωμένες βελέντζες στα σανίδια, το σκαλιστό μπαουλοντίβανο, τις υφαντές κουρτίνες, το γκιούμι που χαρχάλιζε βράζοντας το τσάι του βουνού, της θύμιζε τόσα περιστατικά από την άχνη ενός άλλου κόσμου. Οι μυρωδιές, και οι ανάσες του βουνού τους! Το βλέπεις μακρινό μα και φιλικό από το βορινό παράθυρο με τις κυματιστές κορφές του χιονοσκέπαστες ν’ αντιφεγγίζουν.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ