Η απόφαση-βόμβα που έλαβε την Τρίτη το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο ότι ο Ντόναλντ Τραμπ δεν δικαιούται να είναι υποψήφιος στην Πολιτεία για το ρεπουμπλικανικό προεδρικό χρίσμα, αφού προέβη σε «ανταρσία» την 6η Ιανουαρίου του 2021, ενέπνευσε στο δημοκρατικό στρατόπεδο (όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά του κόσμου ολόκληρου…) ελπίδες πως η Δικαιοσύνη θα λυτρώσει τελικά τη χώρα από τον εφιάλτη της επιστροφής του Τραμπ στην προεδρία. Ο χρόνος όμως πιέζει και επιπλέον στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ οι συντηρητικοί δικαστές έχουν (χάρη στον Τραμπ) ξεκάθαρη πλειοψηφία. Με δυο λόγια, οι ελπίδες αυτές έχουν μεγάλες πιθανότητες να αποδειχθούν ευσεβείς πόθοι. Και ο Τραμπ έχει ξεκαθαρίσει επανειλημμένως πως, εφόσον επανεκλεγεί, θα επιδιώξει «αντίποινα» εις βάρος όσων θεωρεί ότι του έκλεψαν τη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2020 καθώς και εκείνων που θεωρεί ότι τον κυνηγούν τώρα στα δικαστήρια για πολιτικούς λόγους. Περίοπτη θέση στον κατάλογο των εχθρών του έχουν, φυσικά, και τα αμερικανικά ΜΜΕ – «εχθρό του λαού» τα αποκαλεί. Στο σημείο αυτό θα μπορούσε να πει κανείς πως το συμπέρασμα της ανάλυσης που πραγματοποίησε ο «Economist», πως «υπάρχει πράγματι μια συγγένεια ανάμεσα στα μίντια και την Αριστερά, αφού οι δημοσιογράφοι τείνουν να προτιμούν τη φρασεολογία που χρησιμοποιούν οι δημοκρατικοί νομοθέτες», και πως αυτή η τάση «έχει ενισχυθεί από την αρχή της προεδρικής θητείας του Ντόναλντ Τραμπ» γίνεται βούτυρο στο ψωμί των Ρεπουμπλικανών. Αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ