Για το πρώτο χρονικό διάστημα του 2024 η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει μια σειρά σημαντικών, δομικών μεταρρυθμίσεων. Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει, όμως έχει κακό προηγούμενο. Συνέβαινε συχνά στην προηγούμενη θητεία της η συζήτηση, τα πέρα-δώθε και η δημόσια αντιπαράθεση για μια αλλαγή να κερδίζουν την ίδια την αλλαγή. Στην περίπτωση, δε, της πανεπιστημιακής αστυνομίας, ο τρόπος λειτουργίας της επανεξετάστηκε σε τέτοιο βαθμό που ο νόμος του 2021 υπήρξε για χρόνια μόνο στο ΦΕΚ.
Τους επόμενους μήνες το Μέγαρο Μαξίμου αναμένεται να προωθήσει αλλαγές που αφορούν τον δικαστικό χάρτη της χώρας, την τριτοβάθμια εκπαίδευση, τον τρόπο που ψηφίζουμε και το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον γάμο και την τεκνοθεσία. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, γιατί μπροστά της θα βρει αντιδράσεις που, βάσιμα ή όχι, θα επιχειρήσουν να βάλουν «στοπ» στις κινήσεις της. Αν κάνει πίσω, η κυβέρνηση θα έχει μείνει μόνο στα λόγια χωρίς δικαιολογία, καθώς η ΝΔ βρίσκεται πια στην εξουσία πέντε χρόνια, χωρίς ειδικές συνθήκες που «δένουν» τα χέρια της.
Η ανάγκη για μεταρρυθμίσεις είναι πρακτική, όχι θεωρητική. Και μια κυβέρνηση που θέλει να λέγεται μεταρρυθμιστική δεν φτάνει απλώς να τις προαναγγέλλει ή να τις φέρνει προς ψήφιση. Πρέπει και να τις εφαρμόζει. Σ’ αυτό το πεδίο στην πραγματικότητα κρίνεται, γιατί γι’ αυτόν τον λόγο ψηφίστηκε.