Κάποτε γκρέμιζε θέατρα. Πριν καν ανοίξει το στόμα του. Με το που εμφανιζόταν στη σκηνή και ατένιζε τον κόσμο με εκείνο το αθώο –το κάπως χαμένο– βλέμμα, ακούγονταν τα πρώτα χάχανα. Εχωνε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του, τις ψαχούλευε για εφτά ακριβώς δευτερόλεπτα (μετρούσε από μέσα του αντίστροφα, ο κωμικός πρέπει να είναι ένα ρολόι κουρδισμένο στην εντέλεια), τα έβγαζε, κοιτούσε με οίκτο τις παλάμες του –τι εννοούσε; πως δεν είχε δεκάρα τσακιστή; πώς ήταν πάμπτωχος;– οι θεατές πάντως ξεκαρδίζονταν. Τους πέρναγε έπειτα πριονοκορδέλα. Επί μία ώρα τοΰς πολυβολούσε με ατάκες-βιτριόλι. Με ευτράπελες ιστορίες. Με σχόλια για την πολιτική και την κοινωνική επικαιρότητα. Δύο φορές μέσα στο πρόγραμμά του χαμήλωνε τον ρυθμό, γινόταν εξομολογητικός, δραματικός σχεδόν. Τους έβαζε σε σκέψεις. Τους έκανε να αναρωτιούνται μην έχουν πάρει τη ζωή τους λάθος, μήπως αλλού κρύβεται η ουσία. Δεν τους άφηνε ωστόσο να παραμελαγχολήσουν. Ξανάρχιζε τα αστεία για τους υπουργούς και τις κυρίες τους, για τους διάσημους που παντρεύονται, χωρίζουν, γκαστρώνονται εκβιάζοντας το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, για τις γεροντομπεμπέκες και τους αρχοντοχωριάτες.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ