Οταν νωρίς το πρωί της 25ης Μαρτίου 1932 ο επιθεωρητής Μαρσέλ Γκιγιόμ (από τον βίο και τις δράσεις του οποίου ο Σιμενόν εμπνεύστηκε τον επιθεωρητή Μεγκρέ) έσπρωξε την πόρτα του κομψού διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο της πολυκατοικίας στον αριθμό 97 της οδού Ρώμης στο Παρίσι, υπολόγισε με το μάτι πως ο Alec Scouffi ή Αλέξανδρος Σκούφος ή Σκούφης είχε δολοφονηθεί στη μέση της νύχτας από κάποιον περαστικό εραστή του μετά από βίαιη πάλη. «Το θύμα φέρει», σημείωσε στην αναφορά του, «δεκατέσσερα τραύματα… τα οποία διέτρησαν την καρδιά, τον πνεύμονα και τον λάρυγγα, εξάρθρωση του αριστερού αγκώνα από πτώση, κακώσεις στα χέρια». Ο επιθεωρητής σκέφτηκε πως η κακιά ώρα είχε φτάσει για τον Αλεκ, γεννημένο στην Αλεξάνδρεια το 1886, γόνο αστικής οικογένειας, απόφοιτο σχολής Ιησουιτών στο Παρίσι, σπουδαστή φωνητικής μουσικής, εξαίρετο βαρύτονο που είχε τραγουδήσει μαζί με τον Καρούζο (του οποίου έγραψε τη βιογραφία), είχε εμφανιστεί στις μεγαλύτερες οπερατικές σκηνές της Ευρώπης, είχε διδάξει επί πολλά χρόνια στο Παρίσι και στο Ελληνικό Ωδείο της Αθήνας, συμμετείχε στην πνευματική και κοινωνική ζωή της γαλλικής πρωτεύουσας, είχε εκδώσει τέσσερες ποιητικές συλλογές που έτυχαν επαίνων και δύο μυθιστορήματα. Το πρώτο, με τον τίτλο Χρυσόψαρο δωμάτια μετ’ επίπλων, δημοσιευμένο το 1929, είχε προκαλέσει εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους για την ειλικρίνεια της αφήγησης των ομοερωτικών παθών.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ