Οι τράπεζες συνήθως ανακοινώνουν οικονομικές πληροφορίες και εποπτικές μετρήσεις στο τέλος κάθε τριμήνου. Προκειμένου να δείχνουν πιο ασφαλείς και για να αντιμετωπίζουν πιο χαλαρή εποπτεία από ό,τι θα έπρεπε, ορισμένες τράπεζες συρρικνώνουν ορισμένα στοιχεία του ισολογισμού τους γύρω από τις ημερομηνίες αναφοράς και τα επεκτείνουν ξανά αμέσως μετά. Αυτή η πρακτική, η οποία έχει γίνει γνωστή με τον αγγλικό όρο «window dressing» (ο όρος γενικά σημαίνει χειραγώγηση οικονομικών καταστάσεων με τρόπο που να δείχνουν καλύτερη θέση από την πραγματική), είναι απαράδεκτη από την άποψη της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, καθώς υπονομεύει τους στόχους της τραπεζικής εποπτείας, κινδυνεύει να διαταράξει τις λειτουργίες των χρηματοπιστωτικών αγορών και μπορεί να οδηγήσει σε ανεπαρκείς πόρους των τραπεζών σε περιόδους πίεσης. Ορισμένα ρυθμιστικά πλαίσια φαίνονται ιδιαίτερα ευάλωτα στο «window dressing», ιδίως αυτά για τις τράπεζες που είναι συστημικές παγκοσμίως (G-SIB) και για τον δείκτη μόχλευσης.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ