Είχα την ευτυχία ως άνθρωπος του θεάτρου να έχω Δάσκαλο, έγινα και βοηθός του, τον Δημήτρη Ροντήρη. Παραπέμπω σήμερα σε ένα παλιό μου κείμενο (1972) για τον Δάσκαλο, τον μοναχικό και συχνά, κατά τους στίχους του Διονύσιου Σολωμού, και «προδομένο»: «Για τον Ροντήρη λέγονται πάρα πολλά, τόσο πολλά, που έχει δημιουργηθεί μια σύγχυση και γύρω από το έργο του και γύρω από τις απόψεις του για το θέατρο. Ο μοναχικός αυτός άνθρωπος έχει γίνει αντικείμενο λατρείας από ένα πλήθος πιστών και “θρησκόληπτων” και αντικείμενο απόλυτης άρνησης από ένα πλήθος “αθέων” που, όσο τον αρνούνται, τόσο σαδιστικά τον συζητούν. Ο Ροντήρης για τους παλιότερους ηθοποιούς μας είναι κάτι σαν έμμονη ιδέα, για άλλους μια έμμονη τύψη, για τους νεότερους, ανάλογα με το περιβάλλον το θεατρικό που ανατράφηκαν, θρύλος ή κακός δαίμονας. Και να σκεφτεί κανένας πως είναι ίσως ο μοναδικός σκηνοθέτης μας που έχει γράψει ελάχιστα, προς το παρόν τουλάχιστον, και έχει προβεί στις λιγότερες δηλώσεις. Κανένας δεν μπορεί να επικαλεστεί κείμενό του. Υπήρξε ένας αμετανόητος “πρακτικός”. Κι όμως, είναι ο πιο πολυσυζητημένος και αμφισβητούμενος έλληνας καλλιτέχνης και, το πιο περίεργο, αμφισβητείται από ανθρώπους που του οφείλουν το κύρος τους και τις θέσεις, είτε γιατί υπήρξαν μαθητές του, είτε γιατί συμμετείχαν στις παραστάσεις του. Τον είπαν μισονεϊστή και τους διαψεύδουν η Μανωλίδου, η Βεργή, ο Κατράκης, ο Χορν, ο Χατζίσκος, ο Αλεξανδράκης, η Βαλάκου, ο Βόκοβιτς, ο Παπαμιχαήλ, η Συνοδινού κ.ά. που μαζί του έκαναν τα πρώτα τους βήματα στις Μαργαρίτες, στους Ιππόλυτους, στις Κλυταιμνήστρες, στους Απόλλωνες, στους Ριχάρδους. Τον είπαν φασίστα και ήταν ο μόνος έλληνας καλλιτέχνης που παραιτήθηκε από το Εθνικό με την είσοδο των στρατευμάτων κατοχής και επανήλθε με την οργάνωση της πανηγυρικής εκπομπής του ραδιοφώνου τη μέρα της επανόδου της εξόριστης κυβέρνησης από τη Μέση Ανατολή. Τον είπαν ανεξέλικτο στις σκηνοθετικές του απόψεις και κανένας δεν θέλησε να προσέξει πως στην τελευταία του διδασκαλία τραγωδίας (“Ιφιγένεια εν Αυλίδι”) είχε εισαγάγει τον άδοντα Χορό, αυτόν που τόσο συζητήθηκε για τη λύση της ρυθμικής συνεκφώνησης. Τον είπαν “κλασικό” και οπισθοδρομικό, ενώ ανέβασε έγκυρα και Μπέρναρντ Σο και Πιραντέλο και Χάουπτμαν και Μόργκαν και Ουάιλντ και Πάτρικ ακόμα, και άλλους αμφισβητούμενους συγγραφείς του καιρού τους. Τον είπαν αρνητή του ελληνικού έργου, ενώ ανέβασε και καθιέρωσε με το κύρος των άρτιων παραστάσεων του Εθνικού Παλαμά, Αντώνιο Μάτεσι, Παντελή Χορν, Ξενόπουλο, Μπόγρη, Μελά, Ρώμα, Τερζάκη και Βυζάντιο και Καγιά και Λιδωρίκη και Ρούσσο. Οι κατήγοροί του δεν αναφέρουν ούτε έναν συγγραφέα ή έργο της εποχής που, ενώ άξιζε, δεν παίχθηκε. Δεν ανέβασε Καζαντζάκη και Σικελιανό. Πάντως, όταν εκείνος σκηνοθετούσε, ούτε ο πρώτος είχε γράψει τον Παλαιολόγο του, ούτε ο δεύτερος τον Διγενή του. Τον είπαν αντιδραστικό, κι όμως δική του ήταν η σκηνοθεσία στον “Ιούλιο Καίσαρα” που δεν ανέβηκε ποτέ και δική του στου “Φτωχού τ΄ αρνί” του Τσβάιχ, που το κατέβασε αμέσως μετά την πρεμιέρα η προμεταξική λογοκρισία. Αυτός τόλμησε εκείνον τον καιρό να ανεβάσει τα “άθεα” έργα του Σο, τον “Ανθρωπο του Διαβόλου” και τον “Ανθρωπο και Υπεράνθρωπο”.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ