Δεν ήταν εύκολο, οι διαφορές είναι μεγάλες, διαφορές όχι μόνο πολιτικές και ιδεολογικές, αλλά προσωπικές, πολιτισμικές, ταυτοτικές. Ακόμη πιο μεγάλος όμως είναι ο κίνδυνος να κερδίσει τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές η Aκροδεξιά και να κληθεί να κυβερνήσει τη χώρα. Μπροστά σε αυτόν τον κίνδυνο, τα κόμματα της γαλλικής Αριστεράς παραμέρισαν τις διαφωνίες τους και συγκρότησαν ένα λαϊκό μέτωπο, που έχει ήδη ξεπεράσει στις δημοσκοπήσεις το κόμμα του Μακρόν και διεκδικεί την πλειοψηφία στη Βουλή.

Πόσο πιθανό είναι να αντιγραφεί αυτό το μοντέλο στην Ελλάδα; Πόσο ρεαλιστικό είναι το ενδεχόμενο να ενώσουν τις δυνάμεις τους ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, ενδεχομένως μαζί και με μικρότερα κόμματα της Αριστεράς, προκειμένου να «αποκτήσει η προοδευτική παράταξη προοπτική διακυβέρνησης» και να αποκατασταθεί η δημοκρατική ισορροπία, όπως είπε αυτή την εβδομάδα ο Αλέξης Τσίπρας στη διάσκεψη που διοργάνωσε το ινστιτούτο με το όνομά του;

Υπάρχει ενδεχομένως μια προσωπική διάσταση σε αυτή την έκκληση του πρώην πρωθυπουργού: ο πρωταγωνιστικός του ρόλος σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Υπάρχουν όμως και μεγάλες διαφορές σε σχέση με τη Γαλλία. Η μία έχει σχέση με τον χρόνο: εδώ δεν είναι προγραμματισμένες εκλογές για τα τρία επόμενα χρόνια, άρα λείπει η αίσθηση του επείγοντος που εκεί επέβαλε υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Η άλλη είναι μια διαφορά ουσίας: ακόμη κι εκείνοι που μιλούν για «καθεστώς Μητσοτάκη» δεν τολμούν να συγκρίνουν τον έλληνα Πρωθυπουργό με τη Λεπέν ή με τον ανερχόμενο αστέρα της γαλλικής Aκροδεξιάς, τον Ζορντάν Μπαρντελά. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει κίνδυνος να καταλυθεί η δημοκρατία, ώστε να πρέπει να αναλάβει δράση ένας σωτήρας. Η κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας δεν οφείλεται άλλωστε σε κάποια ανωμαλία του εκλογικού συστήματος, αλλά στην αδυναμία των κομμάτων της αντιπολίτευσης να παρουσιάσουν μια αξιόπιστη εναλλακτική κυβερνητική λύση.

Τα κόμματα αυτά, επιπλέον, βρίσκονται σε αναταραχή. Για να μπορέσουν να οργανώσουν συντεταγμένα έναν διάλογο, πρέπει να ξεπεράσουν την εσωτερική τους κρίση, που αφορά τόσο την ηγεσία τους όσο και την πολιτική που ακολουθούν. Oταν λύσουν τα «του οίκου τους» και αποκαταστήσουν την επαφή με τους ψηφοφόρους τους, θα μπορέσουν απερίσπαστα να σκεφθούν πώς θα σώσουν τον τόπο.