Δεν ξέρω ποιος μας φιτίλιασε έτσι, και για ποιον λόγο τσιμπήσαμε απαξάπαντες. Προσωπικά, ομολογώ ότι την κατευχαριστήθηκα την ανακομιδή των ιερών λειψάνων του Καραγάτση. Δεν μας συμβαίνουν τέτοια κάθε μέρα, να αλλάξουμε λίγο θέμα, να ξεμπουκώσουν και τα φραγμένα αγγεία του εγκεφάλου μας. Καίγομαι – καίγομαι , ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά. Ρίχνω το λοιπόν ξεκινώντας από τον Παντοκράτορα. Δύο Παντοκράτορες για την ακρίβεια. Σεφέρης versus Σικελιανού. Γράφει (περίπου) ο πρώτος για τον δεύτερο. «Μου έστειλε τη νέα του συλλογή ο Σκελιανός. Τι να του πεις τώρα… Λυρισμός γορίλα». Κι όμως, λίγο παρακάτω, στο ίδιο πόνημα, τον επαινεί με θερμότατα λόγια κι όταν ο Ολυμπος (κι ο Κίσσαβος μαζί) παραγέρασε και μαράζωνε μόνος στο σπίτι του, ο ίδιος ο Σεφέρης πήγαινε και τον έπαιρνε για το καφενεδάκι του Ζαππείου, να ξεχαστεί, να ξαλεγράρει λίγο, να πάψει να συγκατοικεί με το άγγιγμα του θανάτου διαρκώς στον ώμο του. Ο Σεφέρης όμως φέρνει Σεφέρη, αδύνατον να του γλιτώσεις. Χρόνια μελετώ τον χρησμό του, ότι «Ο Καρυωτάκης έφερε τη δημοσιογραφική γλώσσα στην ποίηση».  Τι θέλει να πει ο ποιητής εκτός από την αισθητική τους διαφορά συν μια προφανή αλήθεια; Οι ευφυείς άνθρωποι έχουν το χάρισμα να σέρνουν μαζί με τον θαυμασμό και ένα ρίγος απειλής. Το σέβομαι και με διασκεδάζει. Ο Καρυωτάκης σαν ο Καρυωτάκης που ήταν, ήξερε βέβαια πως ό,τι ήταν να κάνει, έπρεπε να το κάνει γρήγορα.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ