Η διαδρομή αρκετά μακριά – από την πλατεία Καραϊσκάκη στον Χολαργό – φαίνεται πως δεν του άνοιξε μόνο την όρεξη για κουβέντα, του έδωσε την ευκαιρία να γίνει όσο ήταν δυνατόν και εξομολογητικότερος. Αν και δεν θα διέκρινες επάνω του κανένα σημάδι που να προετοιμάζει για μια συζήτηση – μονόλογος για την ακρίβεια – μη κοινότοπη, όπως ακρίβεια, διακοπές, μποτιλιαρίσματα, διέθετε ωστόσο το χάρισμα να σε υποχρεώνει να τον προσέξεις, ή μάλλον να τον ακούσεις, και μάλιστα με προσοχή, έστω και αν όσα έλεγε με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο, αλλά διαφορετική λεκτική εκφορά, θα άκουγες να τα λένε και δεκάδες άλλοι. Ξεκίνησε, χωρίς κανένα ιδιαίτερο αίσθημα συγκίνησης ή τρυφερότητας, μιλώντας για τις καλοκαιρινές διακοπές που είχε κάνει με τη γυναίκα του και τα τρία τους παιδιά, ηλικίας τότε δέκα, οχτώ και δύο χρόνων, πριν από είκοσι χρόνια στην Ικαρία, και συνέχισε για το πόσο βαθιά εντύπωση του είχε κάνει που τα περισσότερα μαγαζιά στο νησί λειτουργούσαν χωρίς τους ίδιους τους μαγαζάτορες. Ανοιχτά από το πρωί, έμπαινες μέσα, έπαιρνες ό,τι ήθελες και έριχνες τα χρήματα σε ένα κουτί που υπήρχε σε ένα ράφι, στα δεξιά σου, μόλις δρασκέλιζες το κατώφλι της εισόδου.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ