Την περίοδο 1975 – 1976 το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη, ύστερα από πολλές περιπέτειες, κυρίως μέσα στη δικτατορία, βρήκε επιτέλους υπήνεμο λιμάνι στον Πειραιά. Και αποφάσισε να εγκαινιάσει αυτή τη νέα περίοδο με ένα έργο υψηλών πνευματικών στόχων, τον «Χριστόφορο Κολόμβο» του Νίκου Καζαντζάκη. Και ήταν προς τιμήν τότε και του ίδιου του Κατράκη, γιατί είχε να αντιπαλαίσει με τη γύρω ιδεοκαπηλική ψύχωση και για το ίδιο το έργο. Συνεργάστηκε με ένα παλιό του γνώριμο, τον σημαντικό λόγιο σκηνοθέτη Αλέξη Σολομό, με τον μέγιστο ζωγράφο και σκηνογράφο Σπύρο Βασιλείου και με τον μεγάλο μας συνθέτη Μίκη Θεοδωράκη. Μαζί του στη σκηνή, μεταξύ άλλων, ο Βύρων Πάλλης, ο Ηλίας Σταματίου, ο Γιάννης Κοντούλης. Στο κριτικό μου σημείωμα στο ΒΗΜΑ στις 18.12.75 έγραφα: «Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας δύσκολος ποιητής. Εγινε γνωστός και διαβάστηκε ως μυθιστοριογράφος, αλλά φοβάμαι πως το μυθιστόρημα του Καζαντζάκη ήταν μια λύση απελπισίας. Ηρθε στο τέλος της ζωής του ως Δούρειος Ιππος για να εκπορθήσει τις ψυχές που έμειναν απαθείς και αδιάφορες στον ποιητικό του λόγο. Μέσα στο μυθιστόρημα και με το μυθιστόρημα απλοποίησε την κραυγή του, απάλυνε την αγωνία του και διοχέτευσε σε οικείες μορφές την ανοίκεια θεομαχία του. Ο Καζαντζάκης, όπως ο Σαρτρ, με το μυθιστόρημα διοχέτευσε το φιλοσοφικό του βίωμα.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ