Η ομίχλη είχε καθίσει πυκνή στις γούβες που σχημάτιζαν οι γύρω λόφοι και από ψηλότερα, από το χωριό, μπορούσες να τη δεις να σέρνεται προς την κοιλάδα σαν παγιδευμένο ξωτικό που αναζητά μια διέξοδο. Είχε μπει για τα καλά το φθινόπωρο γεμάτο υγρασία και μια απροσδιόριστη μελαγχολία που οι λιγοστοί κάτοικοι της Αετοράχης την ένιωθαν στο πετσί τους, όμως την έκρυβαν επιμελώς, για να μην τους πάρει από κάτω. Εξάλλου είναι πιθανό, οι εναπομείναντες ντόπιοι που δεν αποτόλμησαν το ταξίδι προς την ξενιτιά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, να είχαν συνηθίσει τη μοίρα τους.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ