Λίγο πριν μπει ο Αύγουστος, η ελληνική Δικαιοσύνη αποφάσισε να βάλει στο αρχείο την υπόθεση των υποκλοπών. Η είδηση έγινε γνωστή με έναν ασυνήθιστο τρόπο, με ανακοίνωση της εισαγγελέως του Αρείου Πάγου. Σύμφωνα μ’ αυτή,  από το «αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας, και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, της Αντιτρομοκρατικής και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».

Δηλαδή, για να το πούμε σε απλά ελληνικά: σύμφωνα με τη δικαστική έρευνα, κανείς υπεύθυνος δεν γνώριζε τίποτα για τις παρακολουθήσεις του σχεδόν μισού Υπουργικού Συμβουλίου, ενός τότε ευρωβουλευτή και τώρα αρχηγού κόμματος, δημοσιογράφων, αρχηγών του στρατού και πολλών άλλων, ενώ οι επισυνδέσεις στα κινητά τους ήταν νόμιμες.

Με βάση το πόρισμα των 300 σελίδων, το οποίο σύσσωμη η αντιπολίτευση καταδικάζει ως αποτέλεσμα μιας κυβερνητικής απόπειρας συγκάλυψης του σκανδάλου των υποκλοπών, λοιπόν, νομιμοποιείται κάποιος να αναρωτηθεί αν οι παραπάνω θεωρήθηκαν κάποια στιγμή απειλή για την εθνική ασφάλεια και να απαιτήσει να μάθει για ποιους λόγους. Ή να ρωτήσει τι σηματοδοτεί η παραδοχή της νομιμότητας των παρακολουθήσεων.

Η Δικαιοσύνη άφησε αναπάντητα πολλά και σοβαρά ερωτήματα. Ερωτήματα στα οποία η ελληνική κοινωνία περιμένει απαντήσεις τα τελευταία δύο χρόνια. Ερωτήματα στα οποία η προκαταρκτική εξέταση δεν έριξε άπλετο φως. Αυτό και μόνο φτάνει για να εκφραστούν σοβαρές αμφιβολίες για το κράτος δικαίου στη χώρα μας.