Η κυβέρνηση έχει αρκετές φορές προτρέψει τις τράπεζες, δημόσια και ιδιωτικά, να υιοθετήσουν πιο δίκαια συστήματα προμηθειών στις συναλλαγές των πελατών τους με βάση τις πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Η Κεντρική Ενωση Επιμελητηρίων Ελλάδας ζητεί επίσης συχνά να μειωθεί το κόστος των ηλεκτρονικών τραπεζικών συναλλαγών των επιχειρήσεων γιατί υπηρεσίες που θα μπορούσαν να παρέχονται άνευ αντιτίμου, ή έστω με μικρό τίμημα, χρεώνονται υπέρμετρα. Τα παραπάνω αιτήματα είναι απόλυτα δικαιολογημένα.
Αλλωστε, όπως δείχνουν τα στοιχεία, τα έσοδα των τραπεζών από τις προμήθειες είναι κατά μέσο όρο 15% ανεβασμένα, ενώ στην επιβολή υψηλών προμηθειών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό το γεγονός πως οι ηλεκτρονικές συναλλαγές δεν είναι ο απαράβατος κανόνας στη χώρα μας. Αυτό σε συνδυασμό με τα πολύ χαμηλά επιτόκια καταθέσεων και τη δύσκολη πρόσβαση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων σε τραπεζικό δανεισμό δυσχεραίνει την καθημερινότητα των τελευταίων.
Η ανάγκη να μειωθούν οι τραπεζικές χρεώσεις είναι πλέον επιτακτική. Οχι μόνο για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και για χάρη του ρυθμού ανάπτυξης. Αλλωστε, όταν μια οικονομία έχει προβλήματα ρευστότητας κι ανταγωνιστικότητας, στο τέλος της ημέρας ούτε οι τράπεζες μένουν ανεπηρέαστες. Κι αν ο τραπεζικός τομέας αρνηθεί να αυτορυθμιστεί αποτελεσματικά, το κράτος έχει πάντα τη δυνατότητα να επιβάλει ό,τι κρίνει συμφέρον για την πλειονότητα των πολιτών του με μια νομοθετική παρέμβαση.