Το πρόβλημα έχει διαγνωσθεί εδώ και καιρό: η χώρα δεν έχει αντιπολίτευση. Οι πολίτες το επιβεβαίωσαν στις πρόσφατες ευρωεκλογές. Παρότι έστειλαν ένα σαφέστατο μήνυμα δυσαρέσκειας στο κυβερνών κόμμα – και με την ψήφο τους και μέσω του ιστορικού ποσοστού της αποχής –, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που διεκδικούν τον ρόλο της εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης δεν κατάφεραν να τους πείσουν πως μπορούν πράγματι να αποτελέσουν λύση.
Από τις εθνικές κάλπες του 2023 κι έπειτα, ο ΣΥΡΙΖΑ ασχολείται μόνο με τα εσωκομματικά του θέματα. Στην παρούσα φάση, λόγω της διαδικασίας ανάδειξης αρχηγού από τη βάση που έχει προγραμματιστεί για τον Οκτώβριο, το ίδιο συμβαίνει και στο ΠΑΣΟΚ (σε μικρότερο βαθμό, φυσικά). Κι αν για το κόμμα της Κεντροαριστεράς έχει ήδη οριστεί η ημερομηνία λήξης αυτής της εσωστρεφούς περιόδου, η αξιωματική αντιπολίτευση φαίνεται παραδομένη στις εσωτερικές της έριδες. Γι’ αυτό πλέον το ζήτημα δεν αφορά μόνο τα στελέχη της. Επηρεάζει ξεκάθαρα τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Δεν αρκεί η τυπική της λειτουργία, τα δελτία Τύπου κι οι κορόνες στη Βουλή. Χρειάζεται επιτέλους να ασκήσει τη θεσμική της εξουσία: τον έλεγχο των κυβερνώντων, εξονυχιστικά και εμπεριστατωμένα. Εχει σπαταληθεί πολύς χρόνος και το κόμμα της μείζονος αντιπολίτευσης – γιατί τέτοιο παραμένει ο ΣΥΡΙΖΑ παρά τη χαμηλή του εκλογική επίδοση – οφείλει να εστιάσει στον ρόλο του με σοβαρότητα. Για το καλό όλων πρέπει να ανταποκριθεί στην εντολή που πήρε από το εκλογικό σώμα πέρυσι το καλοκαίρι.