Με δύο σπουδαίες ταινίες σε επανέκδοση, κάποιες νέες ταινίες που επίσης ανοίγουν από σήμερα φαίνονται το λιγότερο ασήμαντες και δηλώνουν – για μια ακόμη φορά – την καλοκαιρινή φτώχεια από πλευράς Α’ προβολής. Επομένως αναπόφευκτα οι προτάσεις μας εστιάζουν στο παρελθόν, πόσω μάλλον με την παρουσία μιας κορυφαίας ταινίας που πραγματεύεται τον ίδιο τον χώρο του κινηματογράφου και της σόου μπίζνες, της «Λεωφόρου της Δύσης» (Sunset Boulevard, ΗΠΑ, 1950) του Μπίλι Γουάιλντερ, που προτάθηκε για 11 Οσκαρ και κέρδισε στις κατηγορίες του πρωτότυπου σεναρίου, της σκηνογραφίας σε ασπρόμαυρη ταινία και της μουσικής του Φραντς Γουάξμαν. Περισσότερα από 70 χρόνια έχουν μεσολαβήσει μετά την πρώτη εμφάνιση στις αίθουσες αυτής της ταινίας και η ατάκα «εγώ παραμένω ΜΕΓΑΛΗ! Οι ταινίες είναι αυτές που μίκρυναν!», που ακούμε, εξακολουθεί να κρατά μια θέση στο πάνθεον των κορυφαίων του κινηματογράφου. Τη λέει η Νόρμα Ντέσμοντ (Γκλόρια Σουάνσον), πάλαι ποτέ κορυφαία σταρ του βωβού κινηματογράφου, στον Τζο Γκίλις (Γουίλιαμ Χόλντεν), τον νεαρό σεναριογράφο που μόλις την έχει κολακέψει λέγοντάς της ότι κάποτε υπήρξε μεγάλη σταρ. Ο Γκίλις έχει επισκεφτεί την Ντέσμοντ στο μαυσωλείο της, ένα παλάτι στη λεωφόρο Σάνσετ του Λος Αντζελες, γιατί η Ντέσμοντ έχει την ιδέα να παίξει σε μια ταινία που θα σημάνει τη μεγάλη της επιστροφή. Από το καταραμένο love story που (αναπόφευκτα) θα προκύψει ο ευφυής, αξεπέραστος Μπίλι Γουάιλντερ θα κεντήσει μια πραγματικά τρομακτική ιστορία μέσα από την οποία διαγράφεται, κυριολεκτικά, ό,τι μπορούμε να φανταστούμε για το τι τελικά σημαίνει κινηματογράφος: στην μια πλευρά φώτα, κάμερες, σταρ, χρήμα, δόξα. Στην άλλη φθορά, εφήμερο, παρακμή, ματαιοδοξία, τρόμος, παράνοια. Ενα καζάνι συναισθημάτων εγκλωβισμένων που κοχλάζουν μέσα στην έπαυλη-νεκροταφείο της Νόρμα Ντέσμοντ, αυτό το τελευταίο οχυρό της πάλαι ποτέ ντίβας του θεάματος που έχει καταλήξει βαμπίρ που σαπίζει παλεύοντας με τα φαντάσματα ενός λαμπρού παρελθόντος. Ο Γουάιλντερ ανοίγει τα χαρτιά του από το πρώτο πλάνο της ταινίας όταν βλέπουμε έναν άντρα, προφανώς νεκρό, να πλέει μπρούμυτα στο νερό μιας πισίνας. Σύντομα θα δούμε ότι είναι ο Γκίλις. Αλλά η off φωνή που ακούμε, η φωνή του αφηγητή, είναι η δική του. Με άλλα λόγια ένα πτώμα αφηγείται την ιστορία. Αυτή η υπέρβαση δίνει ουσιαστικά τον τόνο της ταινίας, που κινείται κάπου ανάμεσα στον εφιάλτη και την πραγματικότητα. Τι συνέβη άραγε σε αυτό το σπίτι; Με αφορμή ένα μυστήριο που προσδίδει στην ταινία κλίμα νουάρ, ο Γουάιλντερ πλάθει ένα τρομερό σύμπαν, το μαγικό σύμπαν του κινηματογράφου, που στην πράξη είναι επίπλαστα μαγικό, σχεδόν απωθητικό. Η Σουάνσον βρίσκεται σε μια ανεπανάληπτη στιγμή υποδυόμενη επί της ουσίας τον εαυτό της, ενώ αξέχαστη είναι και η μορφή του κορυφαίου γερμανού σκηνοθέτη Εριχ Φον Στροχάιμ ο οποίος επίσης παρήκμασε μετά την κατάρρευση του βωβού σινεμά και εδώ υποδύεται τον μπάτλερ/σοφέρ της Ντέσμοντ. Ενα επίσης τραγικό πρόσωπο γιατί στο παρελθόν ο ίδιος άνθρωπος ήταν ο σκηνοθέτης που την είχε αναδείξει…

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ