Μια γκάμα νέων υπηρεσιών έχει γίνει κομμάτι της ζωής μας τα τελευταία 10-15 χρόνια. Οι περισσότερες εξ αυτών αποτελούν «αθόρυβες» δαπάνες που γίνονται χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε, όμως αδειάζουν σταθερά τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς κάθε μήνα.
Σύμφωνα με υπολογισμούς των «ΝΕΩΝ», ένα μονομελές νοικοκυριό πληρώνει περίπου 118 ευρώ μηνιαίως για την κάλυψη αυτών των «αναγκών», ποσό που αντιστοιχεί στο 10,3% του μέσου μισθού στη χώρα. Στην Ευρώπη, το ποσοστό του μισθού που αφιερώνεται σε αυτές τις «νέες» υπηρεσίες ανέρχεται σε περίπου 5%.
Οι υπηρεσίες
Στο πρωινό ντους, πολλοί ακούμε μουσική ή πόντκαστ από πλατφόρμα που προσφέρει ακουστικό υλικό. Κάποιοι βολεύονται με τις διαφημίσεις, όμως όσοι χρησιμοποιούν την πλατφόρμα λίγο περισσότερο, γρήγορα υποκύπτουν στην πίεση της συνδρομής. Το κόστος αυτής; 8 ευρώ κάθε μήνα.
Στη δουλειά, κάποια στιγμή θα χρειαστεί μια «επαναφόρτιση» με καφέ ή/και φαγητό. Ξεκλειδώνουμε το κινητό, ανοίγει η εφαρμογή και παραγγέλνουμε. Η τιμολόγηση των προϊόντων στις πλατφόρμες delivery είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μερικά λεπτά του ευρώ υψηλότερη από τις τιμές που αναγράφονται στο μενού του καταστήματος.
Σε αυτό το επιπλέον κόστος προστίθενται και τα «ψιλά» που θα δοθούν στον διανομέα εν είδει φιλοδωρήματος, ενώ κάποιες επιχειρήσεις χρεώνουν τη διανομή. Με μια συντηρητική εκτίμηση, θα παραγγείλουμε τρεις φορές την εβδομάδα. Αν σε κάθε παραγγελία το επιπλέον κόστος ανέρχεται σε 2 ευρώ, τότε κάθε μήνα «φεύγουν» 24 ευρώ γύρω από το delivery.
Βεβαίως, η διαρκής διασύνδεση και επικοινωνία αποτελεί ίδιον της εποχής. Για να ικανοποιείται, όμως, είναι απαραίτητη η συνδρομή κινητής τηλεφωνίας με ένα «γενναίο» πακέτο διαδικτυακών δεδομένων που κοστίζει περίπου 25 ευρώ μηνιαίως. Σε αυτά προστίθεται και η διατήρηση σταθερής γραμμής για το WiFi στον χώρο του σπιτιού. Το κόστος αυτής ανέρχεται σε περίπου 25 ευρώ τον μήνα, κι έτσι το μηνιαίο «πακέτο» ενός μονομελούς νοικοκυριού στον πάροχο τηλεπικοινωνιών φτάνει τα 50 ευρώ. Επιστροφή στο σπίτι και είναι ώρα για την οργάνωση αρχείων, φωτογραφιών από τις διακοπές και την αποθήκευση των μηνιαίων λογαριασμών. Για τη διατήρηση ενός αποθηκευτικού χώρου στο cloud το μηνιαίο κόστος ανέρχεται γύρω στα 2 ευρώ. Νύχτωσε και η χαλάρωση απαιτεί την αγαπημένη μας σειρά. Ετσι, το δάχτυλο θα πάει στο κουμπί του τηλεκοντρόλ που ανοίγει την πλατφόρμα όπου βλέπουμε σειρές και ταινίες. Μηνιαίο κόστος: 11 ευρώ.
Αν δε είναι Σαββατοκύριακο, το μενού έχει μπάλα. Να δούμε τις ελληνικές ομάδες στη Super League, τους αστέρες της Premier League και τους νέους Γκαλάκτικος της Ρεάλ Μαδρίτης στη La Liga σε συνδρομητικά κανάλια. Το τίμημα ξεκινά από τα 23 ευρώ μηνιαίως.
Οι παραπάνω υπηρεσίες, που αποτελούν πλέον ένα «βασικό» πακέτο κατανάλωσης, κοστίζουν συνολικά 118 ευρώ κάθε μήνα. Μετά την τελευταία αύξηση του περασμένου Απριλίου, ένας εργαζόμενος που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό λαμβάνει κάθε μήνα 826 ευρώ κατά μέσο όρο. Τα 118 ευρώ των νέων συνηθειών καλύπτουν επομένως το 14,3% του κατώτατου μηνιαίου μισθού.
Κι αν για έναν εργαζόμενο που πληρώνεται με τον βασικό μισθό κάποιες από αυτές τις υπηρεσίες αποτελούν πολυτέλεια, το κόστος δεν είναι ευκαταφρόνητο ούτε για τον μέσο μισθωτό. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εργάνης, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε 1.251 ευρώ μεικτά. Αυτό σημαίνει πως κάθε μήνα ο εργαζόμενος λαμβάνει 1.149 ευρώ. Τα 118 ευρώ των νέων συνηθειών αντιστοιχούν στο 10,3% του μηνιαίου του μισθού.
Γαλλία και ΕΕ
Στη Γαλλία, το κόστος για τις ίδιες υπηρεσίες (συνδρομές για πλατφόρμες μουσικής και ταινιών, συνδρομητική τηλεόραση, WiFi, συνδρομή κινητής με διαδικτυακά δεδομένα και παραγγελία φαγητού τρεις φορές την εβδομάδα) ανέρχεται σήμερα σε περίπου 130 ευρώ/μήνα. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 9,4% του κατώτατου μηνιαίου μισθού (1.378 ευρώ καθαρά) και μόλις στο 5% του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα (2.530 ευρώ καθαρά). Δηλαδή, το αναλογικό κόστος των εν λόγω υπηρεσιών στην Ελλάδα είναι διπλάσιο από ό,τι στη Γαλλία.
Το βάρος για τον μέσο έλληνα καταναλωτή αυξήθηκε κατά περίπου 30%, σε σχέση με τα προ δημοσιονομικής κρίσης, κυρίως λόγω της υποχώρησης των εισοδημάτων. Στην Ελλάδα, το κατά κεφαλήν διαθέσιμο εισόδημα, βάσει αγοραστικής δύναμης, μειώθηκε από το 102% του μέσου όρου της ΕΕ στο 67% το 2022. Πιο πρόσφατα στοιχεία δεν φαίνεται να διαφοροποιούν σημαντικά την εικόνα, αφού οι μισθοί παραμένουν από τους χαμηλότερους στην ευρωζώνη, βάσει αγοραστικής δύναμης. Το 2023, το μέσο εισόδημα ήταν 28.217 ευρώ, με την Ελλάδα να εμφανίζεται αρκετά χαμηλότερα με 20.066 ευρώ τον χρόνο. Αλλά και οι δηλώσεις του 2024 (εισοδήματα 2023) δείχνουν τους μισθωτούς να εμφανίζουν το υψηλότερο ετήσιο εισόδημα (16.470 ευρώ).