Οι Ρώσοι μπορεί να έχουν αναπτύξει ήδη κάπου 600.000 στρατού στην Ουκρανία, αριθμός που αναμένεται να αυξηθεί στις 800.000 ως το τέλος του έτους σύμφωνα με τον αναπληρωτή υπουργό Αμυνας της τελευταίας, Ιβάν Χαβριλιούκ, όμως το μέτωπο εκτείνεται σε πολλά χιλιόμετρα και οι εφεδρείες τους είναι περιορισμένες. Για την ακρίβεια, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, η μοναδική ουσιαστικά σημαντική εφεδρεία είναι οι μονάδες που αποτελούνται από νέους οι οποίοι υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία και, για ευνόητους λόγους, «προφυλάσσονται» από τους κινδύνους του πολέμου (στον οποίο είναι έτσι κι αλλιώς απρόθυμοι να συμμετάσχουν, όπως συμβαίνει με πολλούς και στην απέναντι πλευρά). Ωστόσο, η ξαφνική επιδρομή των Ουκρανών στην επαρχία του Κουρσκ, όπου πέρασαν τα σύνορα και διείσδυσαν σε βάθος αρκετών δεκάδων χιλιομέτρων με χαρακτηριστική ευκολία, δημιούργησε νέα δεδομένα και ανάγκασε τον Βλαντίμιρ Πούτιν να δώσει εντολή για την κινητοποίηση και ανάπτυξη χιλιάδων εξ αυτών στην περιοχή.
Η εξήγηση μοιάζει να είναι απλή και διπλή, με βάση τουλάχιστον το σχετικό ρεπορτάζ των «Financial Times»: Αφενός, οι συνοριοφύλακες και τα αποσπάσματα των Τσετσένων που βρίσκονται εκεί δεν έχουν καταφέρει να εκδηλώσουν κάποια αξιοσημείωτη αντεπίθεση, με αποτέλεσμα οι Ουκρανοί να εδραιώνουν τη θέση τους, να κατασκευάζουν οχυρώσεις, αλλά και να κόβουν τις γέφυρες ανεφοδιασμού των Ρώσων, με την καταστροφή γεφυρών (τριών μέχρι στιγμής). Αφετέρου, ο Πούτιν δεν θέλει να αποδυναμώσει τις δυνάμεις οι οποίες μάχονται στη Νοτιοανατολική Ουκρανία και, όπως φαίνεται, προωθούνται διαρκώς στην περιοχή του Ντόνετσκ.
Τα προβλήματα ωστόσο είναι αρκετά για τη Μόσχα. Οπως εκτιμά στους «Financial Times» ο ρώσος στρατιωτικός αναλυτής Γιούρι Φεντόροφ, οι διάφορες ετερόκλητες μονάδες που έχουν σταλεί στο Κουρσκ δεν διαθέτουν επαρκή εμπειρία και δεν έχουν τον κατάλληλο συντονισμό, ενώ ο χρόνος για να εκπαιδευτούν σε αυτού του είδους την απαιτητική επιχείρηση είναι από μικρός έως ανύπαρκτος. Παράλληλα, παρά τις ενισχύσεις που έχουν σταλεί, οι Ρώσοι εξακολουθούν να υστερούν ποσοτικά στη συγκεκριμένη περιοχή έναντι των Ουκρανών, οι οποίοι μάλιστα φαίνεται ότι για την επιχείρηση κινητοποίησαν την «αφρόκρεμα» του στρατού τους. Κι αυτό είναι κάτι που συνιστά σημαντικό μειονέκτημα, έστω και αν οι Ρώσοι διαθέτουν υπεροχή στον αέρα.
Ενα ακόμα αγκάθι φαίνεται πως έχει να κάνει με το νομικό καθεστώς που διέπει τους στρατεύσιμους και τη συμμετοχή τους σε πολεμικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το υπάρχον πλαίσιο, μόνο όσοι έχουν συμπληρώσει ήδη τουλάχιστον τέσσερις μήνες θητείας και έχουν περάσει αυστηρές διαδικασίες εκπαίδευσης και αξιολόγησης μπορούν να σταλούν στην πρώτη γραμμή. Ωστόσο, όπως σημειώνουν αρκετοί, αυτό είναι κάτι που μπορεί να παραβλεφθεί και να ξεπεραστεί σχετικά εύκολα σε καιρό πολέμου, ειδικά όταν ανακύπτουν καταστάσεις έκτακτης ανάγκης όπως αυτή στο Κουρσκ.
Την ίδια στιγμή, πάντως, όσον αφορά το Κίεβο, το βασικό πρόβλημα επικεντρώνεται αλλού: στο Ντόνετσκ και το Ποκρόφσκ, μια πόλη που θεωρείται κόμβος και έχει μεγάλη σημασία, εντός της οποίας παραμένουν περίπου 53.000 άνθρωποι (ανάμεσά τους και 4.000 παιδιά), οι οποίοι όμως έχουν λάβει εντολή να την εκκενώσουν, καθώς οι ρωσικές δυνάμεις πλησιάζουν ταχύτατα. Σύμφωνα με τον στρατιωτικό διοικητή, αυτό πρέπει να γίνει το αργότερο μέσα στις επόμενες μία-δύο εβδομάδες, διότι μετά θα είναι πιθανότατα πολύ αργά.
«Μην περιμένετε να εμποδίσω τους μετανάστες»
«Μου βάζετε τη θηλιά στον λαιμό με τη μορφή κυρώσεων και μετά απαιτείτε να προστατεύσω την ΕΕ από τις ροές μεταναστών; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί». Αυτό είπε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της Λευκορωσίας Αλεξάντερ Λουκασένκο, μιλώντας στη ρωσική τηλεόραση, προαναγγέλλοντας ότι η χώρα του δεν θα λάβει κανένα μέτρο προς την παραπάνω κατεύθυνση και θα συνεχίσει να διευκολύνει την πρόσβαση προσφύγων και μεταναστών προς τα σύνορα με την ΕΕ (κυρίως την Πολωνία) μέσω του εδάφους της χώρας του.
Υπενθυμίζεται πως τον Ιούνιο, ο υπουργός Εξωτερικών της Πολωνίας Ράντοσλαβ Σικόρσκι είχε πει για το Μινσκ ότι «σκοπός τους είναι να δείξουν σε όλη την Ευρώπη ότι τα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ δεν ελέγχονται, ώστε να προκαλέσουν πολιτικές συνέπειες: να ενισχύσουν την Ακροδεξιά, η οποία υπόσχεται να ανατρέψει την ΕΕ εκ των έσω».