Τη σφοδρότερη κριτική στον καγκελάριο Ολαφ Σολτς για επιφυλακτικότητα και αναβλητικότητα στη χορήγηση βοήθειας στην Ουκρανία ασκούσε μέχρι πρότινος η πρώην πρόεδρος της μόνιμης Επιτροπής Αμυνας της Ομοσπονδιακής Βουλής Μαρί-Αγκνες Στρακ-Τσίμερμαν, από τα πλέον προβεβλημένα στελέχη του συγκυβερνώντος κόμματος των Φιλελευθέρων (FDP). Στο μεταξύ, η Στρακ-Τσίμερμαν μετακόμισε ως ευρωβουλευτής στις Βρυξέλλες. Και είναι ο πρόεδρος του κόμματός της και υπουργός Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, αυτός που βάζει φρένο στη γερμανική οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία, συνεπικουρούμενος από τον καγκελάριο Σολτς.
«Η Γερμανία στέκεται σταθερά στο πλευρό της Ουκρανίας και είναι ο μεγαλύτερος υποστηρικτής της Ουκρανίας στην Ευρώπη, οικονομικά και στρατιωτικά», ανέφερε ανακοίνωση της Καγκελαρίας την Κυριακή. Το υπουργείο Οικονομικών, σύμφωνα με την ανακοίνωση, αποσαφηνίζει ότι, παρά την οικονομική στενότητα, είναι διατεθειμένο να εξετάσει τη χορήγηση βραχυπρόθεσμα οικονομικών μέσων. Ωστόσο, περαιτέρω κάλυψη πρόσθετων αναγκών θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη, «προκειμένου να ανταποκρίνονται σε όλους τους δημοσιονομικούς κανόνες, για να μπορέσουμε, σε αυτήν τη βάση, να ζητήσουμε την έγκριση από τη γερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή».
Η επανεξέταση
Εκείνο που δεν λέει, αλλά προκύπτει σαφώς από την ανακοίνωση της Καγκελαρίας, είναι ότι η οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία επανεξετάζεται υπό το πρίσμα των περικοπών που φέρνει ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς. Το σχέδιο προϋπολογισμού για το 2025 που ετοίμασε η τρικομματική κυβέρνηση στις 17 Ιουλίου μετά τη συμφωνία των τριών εταίρων Σολτς – Χάμπεκ – Λίντνερ πήρε την άγουσα για την κοινοβουλευτική επεξεργασία που θα ολοκληρωθεί με την ψήφισή του από το Μπούντεσταγκ τον Νοέμβριο. Και επειδή θα είναι προϋπολογισμός λιτότητας σε όλους τους τομείς, το «φρένο χρέους» θα ισχύσει και για την οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της κυριακάτικης «Φρανκφούρτερ Ακγκεμάινε Ζόνταγκς Τσάιτουνγκ», ο άρχοντας των ταμείων Κρίστιαν Λίντνερ, σε επιστολή του στις 5 Αυγούστου προς τους ομολόγους του υπουργούς Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ και Αμυνας Μπόρις Πιστόριους, αποσαφήνισε ότι νέα μέτρα στήριξης της Ουκρανίας που συνεπάγονται υποχρεώσεις πληρωμών μπορούν να ληφθούν μόνον υπό την προϋπόθεση ότι «είναι διασφαλισμένη η χρηματοδότησή τους». Ο υπουργός Οικονομικών καλεί τους ομολόγους του «να διασφαλίσουν ότι θα τηρηθούν τα ανώτατα όρια». Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν η κατάσταση στην Ουκρανία επιδεινωθεί δραματικά, δεν υπάρχει αυτοματισμός χορήγησης πρόσθετης βοήθειας του Βερολίνου προς το Κίεβο.
Αξιοποίηση των τόκων
Για την κάλυψη πρόσθετων αναγκών της Ουκρανίας, ο Λίντνερ παραπέμπει στην αξιοποίηση των τόκων από τα παγωμένα περιουσιακά στοιχεία της Ρωσίας, που αποφάσισαν οι ηγέτες της ομάδας G7 τον Ιούνιο, υποσχόμενοι στην Ουκρανία δάνειο 50 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ο Λίντνερ έχει σύμμαχο στον δημοσιονομικό σχεδιασμό τον Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Ολαφ Σολτς. Αυτός δέχεται πιέσεις από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του για στροφή στη διπλωματία, κόντρα στη γραμμή στήριξης της Ουκρανίας με χρήματα και όπλα που πρεσβεύουν σθεναρά η Πράσινη υπουργός Εξωτερικών Μπέρμποκ και ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Αμυνας Πιστόριους.
Εκτός των 7,1 δισεκατομμυρίων ευρώ που διατέθηκαν το τρέχον έτος στην Ουκρανία, υπάρχει πρόσθετη ανάγκη 3,8 δισεκατομμυρίων ευρώ για το 2024, αλλά το υπουργείο Οικονομικών και η Καγκελαρία μπλοκάρουν μέχρι στιγμής την έγκριση από το Μπούντεσταγκ, λέει στη χθεσινή «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» στέλεχος που έχει γνώση των διαπραγματεύσεων. Σε δήλωσή της στην ίδια εφημερίδα, η υπεύθυνη των Πρασίνων για την αμυντική πολιτική Σάρα Νάνι σημειώνει ότι «αυτό έρχεται σε λάθος στιγμή και έχει άμεσο αντίκτυπο στην προστασία του άμαχου πληθυσμού στην Ουκρανία». Αλλά και πολιτικά είναι λάθος γιατί δημιουργείται η εντύπωση ότι η Γερμανία δεν παίρνει στα σοβαρά την υποστήριξη της Ουκρανίας, τη στιγμή που «η ασφάλειά μας εξαρτάται από το ποια θα είναι η έκβαση στην Ουκρανία».