Η κυρα-Χρυσή συνήθιζε να λέει την ευχή όποτε ανέβαινε για να μαζέψει χόρτα προς τον Υμηττό. Την αγιορείτικη «Κύριε ελέησον» ρυθμίζοντας την αναπνοή. Κάθε χρόνο με το που άρχιζε το καλοκαίρι γέμιζε ρισέλια ο κάμπος και το βουνό, έτσι κι αυτή με το ταγάρι ανέβαινε κι έκοβε, έκοβε κι έλεγε την ευχή. Αλλά μέχρι το ρέμα δεν είχε ξαναφτάσει ποτέ. Παρασύρθηκε είπε από τα χόρτα, το καλοκαίρι, την όμορφη μέρα, την ευχή. Ετσι το πρώτο που είδε είναι τα κόκκινα μαλλιά του κοριτσιού, απλωμένα στα βράχια σα φλογισμένα σεντόνια. Υστερα πρόσεξε το διαλυμένο κεφάλι, τα κουρελιασμένα ρούχα, τα λουλούδια που κρατούσε ακόμα στα χέρια. Το αγόρι ήταν μπρούμυτα μέσα στο αίμα κι αυτό. Μαλλιά κόκκινα, παντελονάκι μέχρι τα γόνατα, σκισμένο με μένος.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ