Είναι περίεργο να διαφωνείς δημόσια για μια ιδιωτική προτίμηση, πόσο μάλλον με ανθρώπους που εκτιμάς. Προσωπικά, είμαι συνδρομητής σε μία, για την ακρίβεια δύο ψηφιακές πλατφόρμες κινηματογραφικών ταινιών. Πώς έχεις στο ντουλάπι του σπιτιού σου προμήθειες γλυκών ή αλκοόλ, που μπορεί ακόμη και να μην καταναλώνεις ο ίδιος αλλά έχεις τη δυνατότητα να κεράσεις ανά πάσα στιγμή τον οποιοδήποτε καλεσμένο. Δεν εννοώ φυσικά πως οι ψηφιακές πλατφόρμες ταινιών είναι το δικό μου γλυκό του κουταλιού, αλλά αυτή η πληθώρα τους ανά πάσα στιγμή να εξυπηρετήσουν οποιοδήποτε κινηματογραφικό γούστο περισσότερο με «χαώνει» παρά με συγκεντρώνει στην εκάστοτε επιλογή μου. Για την οποία βέβαια καταφεύγω, όπως οι περισσότεροι από εμάς πλέον, στο Διαδίκτυο αλλά και σε έναν ασφαλέστερο ακόμη παράγοντα: στην αδιάψευστη κρίση των σινεφίλ φίλων μου για τις εκάστοτε ταινίες που προβάλλονται στους κινηματογράφους: «Αυτή την ταινία, οπωσδήποτε!». Τι κι αν συχνά οι κριτικοί τσιγκουνεύονται τα αστέρια τους, όταν οι ομότεχνοι, εξίσου φειδωλοί στους επαίνους τους, παραληρούν, σπανίως έχουν άδικο. Αλλωστε, όπως έλεγε και η Μάγια Λυμπεροπούλου, «το σινάφι, η κριτική και το κοινό έχουν τρεις – συχνά τελείως – διαφορετικές γνώμες». Σπανίως συμφωνούν… Κάτι αντίστοιχο μου συνέβη με το ιταλικό φιλμ που έσπασε τα ταμεία «Πάντα υπάρχει το αύριο». Παρά την επιφύλαξη του κριτικού γνωστού περιοδικού ψυχαγωγίας, βρέθηκα στον θερινό δημοτικό κινηματογράφο «Στέλλα» να το παρακολουθώ. Και η συγκίνηση είχε ξεκινήσει πριν ακόμα από την προβολή της ταινίας, μια και το όνομα του θερινού σινεμά μού έφερε στη μνήμη το πρώτο φιλμ που παρακολούθησα για τη γυναικεία χειραφέτηση, τη θρυλική ομώνυμη ταινία του Κακογιάννη, που συνομιλούσε αδιόρατα με το σύγχρονο ιταλικό φιλμ σκηνοθετημένο από την ίδια την πρωταγωνίστριά του, με θέμα την ψήφο των γυναικών στη γείτονα χώρα. Κι όταν ξεκίνησε η ταινία, λίγο το γέλιο των διπλανών μου, λίγο τα σχόλια των κοριτσιών πίσω μου, μου επιβεβαίωσαν κάτι που ο χώρος της εργασίας μου – το θέατρο – το ξέρει καλά. Η σύσταση του κοινού που παρακολουθεί την παράσταση, ή εν προκειμένω την ταινία, αλλάζει βέβαια κάθε βράδυ αλλά διαδραματίζει κι εκείνη καθοριστικό ρόλο στην πρόσληψή της. Ετσι, η θέαση μιας παράστασης ή ενός φιλμ από καθαρά προσωπική υπόθεση γίνεται μεμιάς συλλογική. Ισως αυτό να συναισθάνονται κι εκείνοι που συνηθίζουν να παρακολουθούν συχνά στους κινηματογράφους ακόμη και μόνοι τους τις ταινίες: η καταξιωμένη πεζογράφος με τη χαρακτηριστική σιλουέτα που διασχίζει περπατώντας ολόκληρη την Αθήνα, η δημοφιλής πρωταγωνίστρια του θεάτρου και της τηλεόρασης που «αν δεν μπορείς» πάει και μόνη της ή ένα σωρό άγνωστοί μου, γνωστοί πλέον – τουλάχιστον κατ’ όψη – μετά τις τόσες κινηματογραφικές εμπειρίες που έχουμε τυχαία μοιραστεί.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ