Οσο πιο ασταθής είναι μια πολιτική συγκυρία, τόσο μεγαλύτερη επιρροή βλέπουμε να ασκούν στον δημόσιο διάλογο τα τρολ των social media. Είτε ως πραγματικές παρουσίες είτε ως μόνιμη απειλή που επικαλούνται και διάφοροι με αλλεργία στην αντίθετη άποψη. Εχουμε δει, για παράδειγμα, κυβερνητικά στελέχη να βαφτίζουν ακόμη και την επώνυμη κριτική ως έργο των «τρολ». Κι αυτό ενώ τα πραγματικά φιλοκυβερνητικά τρολ ξεχύνονται με ακρίβεια και στρατιωτική πειθαρχία για να χλευάσουν και να επιτεθούν εναντίον αντιπολιτευόμενων φωνών, δημοσιογράφων και άλλων ενοχλητικών.

Στον ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, τα οργανωμένα τρολ κοντεύουν να αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον κομματικό «εμφύλιο», στρεφόμενοι εναντίον στελεχών που κάποτε υποστήριζαν. Τουλάχιστον 3 – 4 στελέχη, άλλωστε, έχουν αντιδράσει τις τελευταίες ημέρες για επιθέσεις και φήμες που προέκυψαν από τα γνωστά φανατικά «στρατιωτάκια», ενώ ο πρόεδρος του κόμματος απευθύνει εκκλήσεις και νουθεσίες κατά της χυδαιότητας.

Το πρόβλημα με αυτή τη χυδαιότητα είναι ότι κανείς δεν είναι απροστάτευτος, καθώς αυτή διαχέεται, δηλητηριάζει και εκδικείται ακόμη κι αυτούς που προσωρινά την εκμεταλλεύονται. Γι’ αυτό και μοιάζει ειρωνικό, καμιά φορά, να βλέπουμε κομματικούς αντιπάλους να αλληλοκατηγορούνται για τα «τρολ», ενώ όποιος κυκλοφορεί σε αυτές τις γωνιές του Ιντερνετ γνωρίζει καλά πως τέτοιους οπαδούς πολλοί καλλιέργησαν και καλλιεργούν ακόμη. Διότι, συνήθως, όσοι δεν είχαν ή δεν έχουν φιλικά «τρολ», δεν πολυασχολούνται μαζί τους.

Ωστόσο, όποιος μεταχειρίζεται τέτοιες «επικοινωνιακές» μεθόδους για τη φίμωση και την απαξία αντιπάλων ή επιδιώκει να δημιουργήσει ένα σκηνικό πόλωσης, στην πραγματικότητα το μόνο που επιτυγχάνει είναι να τροφοδοτήσει την πολιτική τοξικότητα που θα προκαλέσει βαθιά εγκαύματα και στον ίδιο. Στη διάλυση ποντάρουν μόνο όσοι δεν έχουν κάτι να δείξουν και σε μία πολιτική και κοινωνική ζούγκλα κανείς δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής.