Το απόβραδο έπεφτε απαλό σαν φύσημα καλοκαιρινής αύρας στις βάρκες που λικνίζονταν ήρεμα στα νερά της παραλίας του τουριστικού χωριού. Εσυρε τον «ΚΑΝΑΡΗ» στην άμμο και πήρε να μπαλώνει ένα παλιό δίχτυ. Μπλε κεφαλαία γράμματα με το όνομα του πυρπολητή πάνω στην ξεθυμασμένη απ’ την αρμύρα κόκκινη μπογιά της βάρκας του. Της βάρκας με την κουπαστή ακόμη φαγωμένη από την παλιά έκρηξη που είχε στοιχίσει τη ζωή στον πατέρα του, της βάρκας με τον διπλό πάτο και την παράνομη εκρηκτική ύλη στα σπλάγχνα της. Στο βάθος άσπριζαν οι τεράστιοι όγκοι των δύο μεγάλων ξενοδοχείων της περιοχής, χτισμένα σε κλιμακωτούς ορόφους που στένευαν στην κορυφή, σαν αλλεπάλληλα καταστρώματα δύο μεγάλων κρουαζιερόπλοιων ελλιμενισμένων στην πυκνή βλάστηση του Πόρτο Καράς· κρουαζιερόπλοια που αντί για ύφαλα είχαν τεράστιες τσιμεντοκολόνες βυθισμένες σε μια θάλασσα θολή, που γλιστρούσε μαργιόλικα ανάμεσά τους. Απέναντι, μέσα στη μαβιά θάλασσα του δειλινού της Σιθωνίας, πόντιζε σκοτεινιασμένη η Κέλυφος, το καταπράσινο ακατοίκητο νησάκι που είχε αράξει, χιλιάδες γεωλογικά χρόνια πριν, πλάι στο δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ