Τη δεκαετία του 1990 στο Ηνωμένο Βασίλειο αλλά και αλλού στην Ευρώπη συζητιόταν, τόσο σε ακαδημαϊκούς όσο και σε πολιτικούς κύκλους, το βιβλίο, Ο Τρίτος Δρόμος – Η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας, του Αντονι Γκίντενς (Πόλις, 1998). Η πληθυντική Ελληνική Αριστερά – στην οποία, ασφαλώς, περιλαμβάνεται και η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της, το ΠΑΣΟΚ – απαξίωσε (με εξαίρεση τον Κώστα Σημίτη) να ασχοληθεί με τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τις προτάσεις πολιτικής που είχαν κατατεθεί κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που διεξάγονταν διεθνώς για τον Τρίτο Δρόμο. Η πλειονότητα των Ελλήνων αριστερών διανοουμένων θεώρησε τον Τρίτο Δρόμο απλώς ως την ιδεολογική πλατφόρμα του μπλερισμού, μια απόπειρα θεωρητικής «νομιμοποίησης» της αποδοχής στοιχείων της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας εκ μέρους της (παλαιάς) σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας. Εις μάτην ο Νίκος Μουζέλης, σε ένα εξαιρετικό, μικρό του βιβλίο, με τίτλο, Για έναν εναλλακτικό Τρίτο Δρόμο – Αναστοχαστικός εκσυγχρονισμός και τα αδιέξοδα της πολιτικής σκέψης του Antony Giddens (Πόλις, 2001), επιχείρησε, πρώτον, να δείξει ότι ο Τρίτος Δρόμος είχε «μια αυστηρή συγκρότηση και μια εσωτερική λογική που βασίζεται σε μια ενδιαφέρουσα θεωρία για τον αναστοχαστικό εκσυγχρονισμό και τον τύπο του ατομισμού που απορρέει απ’ αυτόν», και, δεύτερον, να προτείνει έναν άλλον Τρίτο Δρόμο, διαφορετικό από εκείνον του Γκίντενς. Ο εναλλακτικός Τρίτος Δρόμος θα περιλάμβανε προτάσεις πολιτικής, οι οποίες θα απέρρεαν από τις διαφορετικές θεωρητικές του παραδοχές (με κοινό τους, όμως, σημείο με αυτές του Γκίντενς, τον στόχο να είναι εφαρμόσιμες, να μην κινούνται στον χώρο της ουτοπίας). Για παράδειγμα, ο Γκίντενς – όπως και ο Ούλριχ Μπεκ – θεωρούσε ότι η παραδοσιακή διάκριση Αριστεράς και Δεξιάς δεν ήταν πολύ «χρήσιμη» για την οικοδόμηση της νέας σοσιαλδημοκρατικής – κατ’ άλλους, κεντροαριστερής (αν κι ο όρος αυτός είναι αρκετά ασαφής) – πρότασης. Πίστευε ότι οι έννοιες της Αριστεράς και της Δεξιάς ήταν χρήσιμες για την κατανόηση των αγώνων της πρώιμης νεωτερικότητας, που εστιάζονταν σε θέματα αναδιανομής ή και μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής, όχι όμως για την ύστερη νεωτερικότητα, «όπου οι συλλογικοί αγώνες έχουν να κάνουν λιγότερο με την “πάλη των τάξεων” και περισσότερο με τον προβληματισμό γύρω από την κατασκευή ταυτοτήτων και την επιλογή των τρόπων ζωής». Σχετικό είναι και το βιβλίο του, Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς – Το μέλλον μιας ριζοσπαστικής πολιτικής (Πόλις, 1999). Αντιθέτως, ο Μουζέλης θεωρούσε ότι η έννοια «Αριστερά» θα υπάρχει όσο «στις κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας εξακολουθούμε να έχουμε οικονομική εξαθλίωση, πολιτική καταπίεση, κοινωνικό αποκλεισμό και πολιτισμική χειραγώγηση». Ας σημειωθεί – για την ιστορία ή μήπως όχι μόνο(;) – ότι με αυτόν τον ορισμό της Αριστεράς συμφωνούσε και μια εμβληματική μορφή της μεταπολεμικής γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ο Βίλι Μπραντ. Τίποτε απ’ όλα αυτά, όμως, δεν συζητήθηκε τότε στη χώρα μας με τη δέουσα προσοχή, σοβαρότητα και εν τέλει επάρκεια.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ