Η «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου, που παρακολουθήσαμε προχθές στο «Σχολείον», ήταν ήδη μια φορτισμένη παράσταση. Πρωτίστως από τον φόρο τιμής που οι θεατές αποδίδουν προς τον σκηνοθέτη για τον «απολογισμό ζωής» που καταθέτει στο ανέβασμα του αρχαίου δράματος. Αλλά και από την επιτυχία της γεμάτης Επιδαύρου και του Ηρωδείου. «Πρωταγωνιστής» ήταν ο Χορός από τα παλιά (τις «Βάκχες» του 1986, όπως υπέδειξαν οι παλαιότεροι): γυμνασμένος και γεωμετρημένος αντηχούσε τα πάθη των Ατρειδών και τον υποχθόνιο τρόμο με σωματικούς χτύπους, ρευστή χορογραφία και την απήχηση ενός μοιρολογιού. Με όλο τον σεβασμό, που είναι αδιαπραγμάτευτος, η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου είχε τα όριά της. Η επιλογή του λόγιου ύφους εξυπηρετούσε την απόδοση μιας φιλοσοφημένης και στοχαστικής «Ορέστειας», αλλά δεν συμβάδιζε με το ποιητικό υπόστρωμα (όπως στην απόδοση: «Η θάλασσα υφίσταται και ποιος θα την κατασβέσει;»).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ