Και είναι και άκομψη για τη νυν κάτοχο του ανώτατου αξιώματος. Παρ’ όλα αυτά, μια κουβέντα γύρω από τα θεμελιώδη στοιχεία της μεθόδου με την οποία τα κοινοβουλευτικά κόμματα καταλήγουν στο πρόσωπο το οποίο θα ενσαρκώσει τον θεσμό είναι χρήσιμη. Ενδεχομένως και διαφωτιστική για τον χαρακτήρα του ελληνικού κομματικού συστήματος. Μέχρι τώρα ο άγραφος κανόνας της Μεταπολίτευσης ήθελε τον υποψήφιο που προτείνει η κυβέρνηση να προέρχεται από την αντίπαλη παράταξη. Η σοφία της μεθόδου είναι οφθαλμοφανής: έτσι οι πολιτικές δυνάμεις έστελναν το μήνυμα της μέγιστης δυνατής τους συνεννόησης για την κατ’ εξοχήν υπερκομματική θέση. Βέβαια, μέχρι το 2020 υπήρχαν και οι περιορισμοί του Συντάγματος. Οι 180 ψήφοι και το ενδεχόμενο διάλυσης της Βουλής αν δεν συγκεντρώνονταν στην τρίτη ψηφοφορία τα ⅗ του συνόλου των βουλευτών ανάγκαζαν τους επαγγελματίες της πολιτικής να αναζητήσουν κοινό έδαφος. Σε λίγους μήνες, όμως, ούτε ο Πρωθυπουργός θα οφείλει να βρει υποψήφιο που θα τύχει διακομματικής αποδοχής, ούτε η αντιπολίτευση να εμφανιστεί ανοιχτή σε μια συμφωνία. Για πρώτη φορά καμιά πλευρά του πολιτικού φάσματος δεν είναι υποχρεωμένη να χτίσει το προφίλ της διαλλακτικής ακόμη και με τακτικισμούς. Επομένως, θα φανεί ποιος πραγματικά έχει δυσανεξία στη συναίνεση και ποιος όχι.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ