Το 1970 κάποιος σκηνοθέτης έδωσε στον Κώστα Βουτσά έναν κόντρα ρόλο. Αντί για πειραχτήρι, αλητάμπουρα, τον έβαλε να υποδυθεί ένα φιλότιμο και άξιο τέκνο της ελληνικής υπαίθρου. Που διεισδύει στα σαλόνια των πλουσίων, τους καταγοητεύει και τους πείθει να χτίσουν σχολείο στο χωριό του. Ποιο είναι το χάρισμά του, εκτός – εννοείται – από τη χρυσή του καρδιά; Οι απέραντες εγκυκλοπαιδικές του γνώσεις. Η ικανότητά του να απαντάει ακαριαία σε οποιαδήποτε ερώτηση – για τον Μεγαλέξανδρο αλλά και για τη θεραπεία της ποδάγρας. Να απαγγέλλει πατριωτικά ποιήματα μα και τον λόγο της περιφέρειας προς τη διάμετρο του κύκλου, τον περίφημο αριθμό «π», 3,141592653… Οι συνδαιτυμόνες του θαμπώνονται. «Πρόκειται για ιδιοφυΐα!» αναφωνούν. Και ανοίγουν το πουγκί τους. Η ταινία τιτλοφορείται «Ο δασκαλάκος ήταν λεβεντιά». Και μολονότι παίζουν εξαιρετικοί ηθοποιοί, σου προξενεί μελαγχολία καθώς αναδεικνύει άθελά της όλη τη νοσηρότητα της ελληνικής εκπαίδευσης. Η οποία μπερδεύει την καλλιέργεια με τη στείρα αποστήθιση, δυσπιστεί προς το κριτικό πνεύμα και δοξάζει την παπαγαλία. «Ετσι θα πάτε μπροστά!» κλείνει το μάτι ο δασκαλάκος στους νεαρούς θεατές του. «Συσσωρεύοντας πληροφορίες!». Εγχειρίδιο για την επιτυχία στις Πανελλαδικές θα τη λέγαμε. Σήμερα θα το βλέπαμε κι αλλιώς. Ο Βουτσάς υποδύεται το «google». Ή την ΑΙ, την τεχνητή νοημοσύνη, για την οποία τόσος ντόρος γίνεται.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ