Δύο άνδρες βρίσκονται καθισμένοι στο πίσω μέρος ενός πολυτελούς αυτοκινήτου. Τα φλας των φωτογράφων που το έχουν περικυκλώσει δεν σταματούν να αστράφτουν, όπως και οι ιαχές του συγκεντρωμένου πλήθος. Ολη αυτή η ένταση προκαλεί δυσφορία στον νεαρό, ενώ ο ώριμος κύριος που κάθεται δίπλα του επιχειρεί να τον ηρεμήσει. Τη σκηνή ντύνει μια γνώριμη μελωδία. Οταν ακούγονται οι στίχοι «Αλληλούια, Αλληλούια» που επαναλαμβάνονται, ο νεαρός γυρίζει στον φακό κι ενώ βγαίνει από το αυτοκίνητο, σκορπίζοντας γύρω του υστερία, λέει: «Ξέρω ότι έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό. Εγώ το έγραψα. Ηθελα να τραβήξω την προσοχή σου». Ανάμεσα σε θαυμαστές του που τον συγχαίρουν κι αργότερα πάνω στη σκηνή με μια κιθάρα, αρχίζει με σταθερή, μελαγχολική φωνή, έναν μονόλογο καρδιάς. «Ημουν 33 χρονών όταν κυκλοφόρησα το πρώτο μου τραγούδι. Σε αυτό το σημείο, έπινα τόσο πολλά ηρεμιστικά που όλοι με φώναζαν “Κάπτεν Μάντραξ”. Αν με ρωτάτε, είναι φοβερό όνομα για υπερήρωα. Με αποκαλούσαν γυναικοκατακτητή αλλά ποτέ δεν ήμουν. Ηταν ευκολότερο να κάνω κάποιον άλλον να με αγαπήσει απ’ το να αγαπήσω ο ίδιος τον εαυτό μου. Τι είναι η αγάπη άλλωστε; Κάτι που έρχεται και φεύγει χωρίς να αφήσει σημάδι. Υπάρχει όμως και το άλλο είδος. Αυτό που μένει μαζί σου σε όλη σου τη ζωή. Κάπου. Αν και η ζωή συνεχίζεται ζει μέσα σου. Μες στην αγάπη δημιουργούμαστε και μέσα στην αγάπη εξαφανιζόμαστε. Ησουν πάντα εκεί. Σε ήξερα πριν καν σε γνωρίσω».

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ