To βασικό είναι να μην υπάρχει ένταση. Κι αυτό σημαίνει να μη γίνονται εμπρηστικές δηλώσεις, να μην εκτοξεύονται απειλές και, το κυριότερο, να μη σημειώνονται παραβιάσεις. Επί όλων αυτών έχει υπάρξει αξιοσημείωτη πρόοδος τον τελευταίο χρόνο: υπεγράφη η Διακήρυξη των Αθηνών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει συναντηθεί έξι φορές με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κυλούν σε «ήρεμα νερά». Οπως είπε χθες ο Γιώργος Γεραπετρίτης, «ακόμη κι όταν δεν βρίσκουμε λύσεις, συζητούμε, με συνείδηση της ιστορικής μας ευθύνης».
Το μεγάλο ερώτημα είναι κατά πόσον η Ελλάδα και η Τουρκία μπορούν να προχωρήσουν στο επόμενο στάδιο, να ξεκινήσουν δηλαδή έναν ουσιαστικό διάλογο για την επίλυση των διαφορών τους με ορίζοντα το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Το εμπόδιο εδώ δεν είναι ότι η Αθήνα διακηρύσσει πως συζητά «μία και μόνη διαφορά» (την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ), ενώ η Αγκυρα θέλει μια «ολιστική προσέγγιση»: αυτό θα μπορούσε να ρυθμιστεί με μία επισήμανση στο συνυποσχετικό. Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία προβάλλει κατά καιρούς απαιτήσεις που βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης. Αλλά κι εδώ έχει υπάρξει πρόοδος: τα περί αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών έχουν καιρό να ακουστούν.
Σε αυτό το θετικό κλίμα πραγματοποιήθηκε η χθεσινή συνάντηση των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών. Οι διαφορές δεν κρύφτηκαν κάτω από το χαλί: ο Χακάν Φιντάν ισχυρίστηκε, για παράδειγμα, ότι το μοντέλο της ομοσπονδίας δεν ισχύει πια στην Κύπρο, ενώ μίλησε και για «αλληλένδετα θέματα» με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών. Επισημάνθηκαν όμως και οι κοινές προκλήσεις, που αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα εν μέσω της «νέας παγκόσμιας αταξίας» στην οποία οδηγεί η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ: η αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης, η πάταξη της τρομοκρατίας, η αποσταθεροποίηση που προκαλούν οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή.
Το πιο ενθαρρυντικό είναι εν τέλει αυτό: ότι σε ένα επικίνδυνο παγκόσμιο σκηνικό, η Ελλάδα και η Τουρκία εμφανίζονται αποφασισμένες να συζητήσουν με ειλικρίνεια τις διαφορές τους. Και να αναζητήσουν λύσεις στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου, με στόχο την ειρήνη και την ευημερία.