Μπορεί ακούγοντάς το όσο ζούσε, ή ως προοπτική, αφού θα είχε πεθάνει, ένα αφιέρωμα δηλαδή στον ίδιο και στο έργο του, να σήκωνε σχεδόν με αδιαφορία τους ώμους του, ή και να το απέτρεπε σε όποιον είχε συμβεί να του το προτείνει. Δεν θα έπαυε όμως να τον συγκινεί η ιδέα, ακόμη και αν θα απουσίαζε ο ίδιος, να συνέρχονταν, κυρίως φίλοι του, για να θυμηθούν περισσότερο τον ίδιο παρά τα γραπτά του, όπως είναι βέβαιο πως δεν θα είχε βοηθήσει στο παραμικρό, σε περίπτωση που ζούσε, στη συγκρότηση αυτού του αφιερώματος. Το πολύ πολύ να συνιστούσε σε όποιον θα είχε τη σχετική πρωτοβουλία, ποια θα μπορούσε να είναι ορισμένα ονόματα στα οποία θα απευθυνόταν χωρίς ωστόσο ο ίδιος να κάνει την ελάχιστη νύξη όσο φίλοι του και αν ήταν τα ονόματα αυτά. Τελικά ήταν ένα τόσο αφιλόδοξο άτομο ο Μένης Κουμανταρέας; Οπως λέμε για έναν άνθρωπο ότι «είναι πέραν του καλού και του κακού», το ίδιο και ο Κουμανταρέας ήταν πέραν της φιλοδοξίας, ή της έλλειψής της, και αν υπήρχε μια συνθήκη που μέσα της αναγνωριζόταν απολύτως ήταν αυτή της συγγραφής, χωρίς ωστόσο να επιτρέπει σε οποιονδήποτε να αντιληφθεί πόσο εμμονικός ή και παθιασμένος ήταν σε σχέση με τη συνθήκη αυτή. Εδειχνε στους άλλους πάντα σαν να επρόκειτο για μια υπόθεση που την ολοκλήρωνε σχεδόν με μια δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία και επομένως το άκρον άωτον της αξιοπρέπειας δεν μπορούσε να είναι παρά η χειραγώγηση του πάθους στα όρια μιας καθωσπρέπει καθημερινής έκφρασης ώστε ακόμα και η προκλητική διαχείρισή του να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως μεμπτή. Οσο μεγάλες ή αβυσσαλέες και αν συνειδητοποιούσε τις διαφορές του με τους άλλους, εξίσου μεγάλη παρέμενε η ανάγκη του για μια συμπεριφορά σύμφωνη με τη συμπεριφορά ανθρώπων που θα την ονόμαζε κανείς ως αψεγάδιαστη, με την πιο συμβατική μάλιστα έννοια του όρου. Οπως ακριβώς ο Γιάννης Τσαρούχης που, έχοντας περάσει μια ολόκληρη μέρα μπροστά σε ένα τελάρο, το ίδιο ακριβώς και ο Κουμανταρέας έπειτα από ατέλειωτες ώρες που παρέμενε σκυμμένος πάνω στη γραφομηχανή του, σου έδινε την εντύπωση πως ό,τι είχε προηγηθεί δεν ήταν παρά μια συνομιλία με ένα οικείο του πρόσωπο, ή ένα μακρύ τηλεφώνημα με τον εκδότη του, έναν άγνωστο σε όλους τους άλλους φίλο του, ή έναν συνάδελφό του. Ακόμη και στις πιο ουσιαστικές του επαφές, νύξεις μόνο γίνονταν – αν γίνονταν και αυτές – για τις δυσκολίες ενώ έγραφε μια νουβέλα ή ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Αν υπήρχε μια εξήγηση γι’ αυτή τη συμπεριφορά, δεν είναι άλλη πάρα η βαθιά συνείδηση και η πίκρα πως η καθημερινότητα παραμένει τόσο προσγειωμένη και αμείλικτη ώστε ακόμη και έναν φύσει επαναστατημένο άνθρωπο μπορεί να τον μεταβάλλει συχνά σε έναν απεχθή μικροαστό.
Χρήστος Χωμενίδης
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ