«Καθώς γύριζα από το σχολείο εκείνο το μεσημέρι, έπιασε ξαφνικά μια μπόρα και έγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα να ακολουθήσω τον συνηθισμένο μου δρόμο κάτω από τις μεγάλες πεύκες και έτσι πήρα τη γυμνή δημοσιά, που καταλήγει στο χωριό. Στο χτήμα έφτασα την ώρα που έβγαινε πάλι ο ήλιος, και μπήκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω από το μεγάλο πορτόνι με τις βρεγμένες ροδοδάφνες. Στο περιβόλι όλα ήταν γαλήνια, φρεσκοπλυμένα και καταπράσινα, οι αχλαδιές είχαν ακόμα μερικά άνθη, στα φύλλα τους κρατούσαν χοντρές σταγόνες της βροχής που γυάλιζαν σαν χάντρες. Η τελευταία βροχή της χρονιάς, σκέφτηκα. Τότε είδα την Ελένη. Εβγαινε από τον κήπο κρατώντας στο χέρι ένα μεγάλο άσπρο τριαντάφυλλο. Ερχόταν προς το μέρος μου αργά, ο ήλιος στεφάνωνε τα μαλλιά της, κάτω από τη μαύρη ποδιά της πρόβαλλαν δυο ολοστρόγγυλα βυζιά». Με αυτή την περιγραφή – από το διήγημα «Οι φρακασάνες», που αργότερα εντάχθηκε στη συλλογή «Οδοντόκρεμα με χλωροφύλλη» (πλέον από την Κίχλη) – εμφανίστηκε στην πεζογραφία το 1962 ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 94 ετών. Και ήδη σε αυτό το αφήγημα, δημοσιευμένο με ψευδώνυμο στο καβαλιώτικο περιοδικό «Αργώ», εντοπίζουμε αρκετά στοιχεία της λιτής και ταυτόχρονα περιεκτικής, παιγνιώδους και αυτοσαρκαστικής γραφής του συγγραφέα, ο οποίος είχε γεννηθεί στον Πύργο Ηλείας, όπου πέρασε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Μετά τον θάνατο του δικηγόρου πατέρα του το 1943 σπούδασε – από ανάγκη, όπως θα παραδεχθεί αργότερα – στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το 1949 έως το 1955, για να ειδικευθεί στην παθολογία και να σταδιοδρομήσει ως μόνιμος στρατιωτικός γιατρός.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ