Στα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια στη Σύρο κοιμόμασταν με ορθάνοιχτα παράθυρα. «Ωραίες εποχές», θα πουν οι νοσταλγοί. Εμένα όμως δεν μου άρεσε αυτό. Και όχι μόνο διότι έπρεπε να συντονίσω τον ύπνο μου με το βροντώδες ροχαλητό του κυρίου στο διπλανό σπίτι. Το θέμα μου ήταν το σπίτι στην κάτω γωνία. Ενα σπίτι από αυτά που λέγαμε «καλοστεκούμενα». Οι γονείς και τρία παιδιά, πάνω – κάτω στην ηλικία μου. Κάποια βράδια, από αυτό το σπίτι ακούγονταν φωνές, στριγκλιές, κλάματα, σπασίματα. Ηταν κοινό μυστικό στη γειτονιά. Ο μπαμπάς της οικογένειας είχε βαρύ χέρι και το σήκωνε χωρίς λόγο. Κάπως έτσι το έλεγαν τότε, σήμερα θα λέγαμε ότι ήταν κακοποιητικός. Και με τη γυναίκα του, και με τα παιδιά του. Λέγανε και άλλα που δεν καταλάβαινα καθώς οι μεγαλύτεροι τα συζητούσαν με μισόλογα, υποθέτω ότι θα αφορούσαν και σεξουαλική κακοποίηση.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ