Ανήκε στη γενιά που επέβαλε τους νέους όρους της θεατρικής κριτικής, αλλά ταυτόχρονα ήταν και μια κατηγορία από μόνος του. Μέσα από τα κείμενά του έδωσε χώρο και προτεραιότητα στο νεοελληνικό ρεπερτόριο (Καμπανέλλης, Σκούρτης, Ποντίκας, Μάτεσις, Διαλεγμένος κ.ά.), αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες μεταφοράς του ευρωπαϊκού στα καθ’ ημάς. Με μόνιμο πόλο αναφοράς τον Δημήτρη Ροντήρη, του οποίου υπήρξε μαθητής όταν πέρασε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, παρακολουθούσε παράλληλα την εξέλιξη του Θεάτρου Τέχνης, όπου αναγνώριζε την τεράστια αξία του αντίπαλου δέους, του επίσης «δασκάλου» Κάρολου Κουν. Μέσα από τις θεατρικές κριτικές του, οι οποίες ξεκίνησαν το 1971 στο «Βήμα», ύστερα από πρόσκληση του διευθυντή Ανδρέα Δημάκου, και συνεχίστηκαν στα «ΝΕΑ» από το 1980 μέχρι τις μέρες μας (με ένα διάλειμμα στη δεκαετία του 2010), έδινε έμφαση στη θεατρική παράδοση, αντιδρούσε στους μανιερισμούς, τις καινοτομίες και το μεταμοντέρνο, ενώ πολύ συχνά ανέπτυσσε ιδιοσυγκρασιακή και συγκρουσιακή σχέση με πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες του θεάματος. «Η θεατρική κριτική ανιχνεύει θέματα ιστορίας του θεάτρου, εξελίξεις των σκηνικών ειδών, προβλήματα χαρακτηρολογίας, τυπολογίας, αισθητικών θεωριών, ιδεολογίας, εικαστικής μόδας, υποκριτικών και ερμηνευτικών εν γένει σχολών», σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου «Παγκόσμιο θέατρο: από τον Μένανδρο στον Ιψεν» (εκδ. Πατάκη, 1999, επιμέλεια Ελσα Αδριανού).

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ