Η νέα κρίση στη Μέση Ανατολή με την ανατροπή του καθεστώτος Ασαντ και οι συνεχιζόμενες επιμέρους κρίσεις σε μια σειρά πεδίων, όπως η Ουκρανία, πρέπει να διαμορφώνει συνθήκη «ταχύτατων ανακλαστικών» για τη χώρα μας και αναβαθμισμένη παρουσία σε όλα τα μέτωπα. Σε αυτό το στρατηγικό πλαίσιο, εντάσσεται ορθά η προσεκτική, μα δυναμική συνδρομή της χώρας μας όπου απαιτείται και πάντα σε συγχρονισμό και συνεννόηση με τους συμμάχους μας.
Η Ελλάδα οφείλει να υπενθυμίζει δύο ιδιότητές της σε αυτή την εύθραυστη συγκυρία. Πως αποτελεί όαση σταθερότητας στην περιοχή. Και πως είναι ιστορικό μέλος του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και άρα ένας πυλώνας της Δύσης που ουδέποτε μετεωρίσθηκε έναντι των αντιμαχόμενων πλευρών. Ταυτόχρονα με αυτά και με στρατηγική επιδίωξη την ειρήνευση και την ελαχιστοποίηση των δυσμενών επιπτώσεων από τα συνεχιζόμενα μέτωπα, οφείλει να συνεπικουρεί μια συλλογική προσπάθεια κατάσβεσης του πυρός και των κρίσεων στο μέτρο του δυνατού και στο μέτρο που μπορεί.
Η χώρα μας – ας μην ξεχνούμε – έχει πετύχει τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίζεται ως σταθερή δύναμη με αποσαφηνισμένη πίστη στο Διεθνές Δίκαιο. Και επίσης έχει πια την υπεροπλία και όλη τη σύγχρονη εξοπλιστική ετοιμότητα να συνδράμει και να συμμετέχει ενεργώς σε κρίσεις. Είναι παράδοξο, μα στο έδαφος της επισφάλειας και της γεωπολιτικής ρευστότητας ανταμείβονται οι χώρες που δεν εξοκέλλουν από τις συμμαχίες τους και από την οργανική τους σχέση με το συντελεσμένο κεκτημένο της φιλελεύθερης δημοκρατίας.