Mεγάλο ταλέντο του σύγχρονου αμερικανικού σινεμά, o Ρόμπερτ Εγκερς είναι σκηνοθέτης που δίνει σημασία στη δύναμη της εικόνας, ακόμα και όταν το αισθητικό αποτέλεσμα είναι ακρότητες που μέσα στον εντυπωσιασμό που προκαλούν και παρά την απολύτως καλλιτεχνική τους άποψη τελικά απωθούν. Αυτό το χαρακτηριστικό του Εγκερς, που φάνηκε κατ’ αρχάς στον «Φάρο», την ταινία που το 2019 τον έβαλε στον χάρτη των νέων αμερικανών auteurs, αναπτύσσεται διαφορετικά στον «Νοσφεράτου» (Nosferatu, Aγγλία / ΗΠΑ / Ουγγαρία, 2024), μια παραγωγή πολύ μεγαλύτερου μεγέθους συγκρινόμενη με τον «Φάρο», πολύ πιο ακριβή, πολύ πιο «ιλουστρασιόν» και πολύ πιο φαντεζί. Στο μεδούλι του, ο «Νοσφεράτου», που κατέκτησε για πρώτη φορά τη μεγάλη οθόνη το 1922 με την κλασική ταινία του βωβού κινηματογράφου «Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου» του Φ. Γ. Μουρνάου, είναι μια αλλόκοτη, διεστραμμένη ερωτική ιστορία. Ολα εδώ ξεκινούν όταν ο υπάλληλος ενός μεσιτικού γραφείου στη Γερμανία (Νίκολας Χάουλτ) αναλαμβάνει να ταξιδέψει σε κάποιο απομακρυσμένο σημείο της Ανατολικής Ευρώπης προκειμένου να επικυρώσει τα συμβόλαια αγοράς ενός σπιτιού στη Γερμανία που θέλει να αγοράσει ένας πάμπλουτος αλλά μυστηριώδης κόμης, ο Ορλόκ. Στην επίσκεψη του υπαλλήλου στον πύργο του Ορλόκ, στο ψυχεδελικό αυτό ταξίδι μέσα στις σκιές των διαδρόμων και τα μινιμαλιστικά αλλά τρομακτικά σκηνικά του χώρου, βρίσκεται η εικαστική δύναμη της ταινίας και συγχρόνως το στοιχείο εκείνο που προκαλεί τον μεγαλύτερο εντυπωσιασμό. Ομως παρακολουθώντας την ταινία, ενώ από τη μια νιώθεις κατάπληκτος από την αισθητική του γοτθικού τρόμου που αποτυπώνει υπέροχα ο διευθυντής φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκε, από την άλλη αυτή η τόσο προσεγμένη δουλειά είναι ο λόγος που η ίδια η ιστορία αποδυναμώνεται. Ενώ η ηρωίδα της Λίλι Ρόουζ Ντεπ, συζύγου του υπαλλήλου, είναι η «καρδιά» της ιστορίας, η παρουσία της είναι τόσο ασήμαντη που σχεδόν την ξεχνάς. Ο Εγκερς προσπάθησε να εντάξει δάνεια και από άλλες ταινίες τρόμου, π.χ. τον «Εξορκιστή» ή τη «Μούμια», όμως και αυτά ακόμα σε αφήνουν αμήχανο· σαν να ανήκουν σε «άλλο σώμα». Και ενώ περιμένεις πώς και πώς την απεικόνιση της σκοτεινής ψυχής αυτής της ταινίας, τον ίδιο τον κόμη Ορλόκ, η εικόνα που σου παρουσιάζει ο Μπιλ Σκάρσγκαρντ είναι τόσο γκροτέσκα και υποβαθμισμένη από την ανυπαρξία της ερμηνείας του που σε αφήνει πλήρως αποκαρδιωμένo, πόσω μάλλον με την ανάμνηση του πρώτου διδάξαντος Μαξ Σρεκ της βωβής ταινίας του Μουρνάου ή ακόμα και του Κλάους Κίνσκι στο ριμέικ του Βέρνερ Χέρτζογκ, παραγωγής 1977.
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ