Ο καταστατικός χάρτης της χώρας δεν αφήνει περιθώριο για παρερμηνείες. Ο ένοικος του Προεδρικού Μεγάρου, περισσότερο και από την εκάστοτε κυβέρνηση, λειτουργεί ως θεματοφύλακας της συνταγματικής τάξης και εκπροσωπεί το έθνος στο σύνολό του. Με τη θεσμική θωράκιση του ύπατου πολιτειακού αξιώματος και με θητεία που υπερβαίνει, εκ του Συντάγματος, τον κυβερνητικό κύκλο, αποτελεί το πρόσωπο που κινείται μέσα σε ένα υπερκομματικό πλαίσιο. Ωστόσο, δεν είναι ασυνήθιστο φαινόμενο στα μεταπολιτευτικά χρόνια η προεδρική εκλογή να εντάσσεται στους κομματικούς σχεδιασμούς – και οι σχετικές ανακοινώσεις να υπηρετούν και επικοινωνιακές ανάγκες. Μετατρέποντας, σε αρκετές περιπτώσεις εν αγνοία των εμπλεκομένων, την προεδρική εκλογή σε μια πασαρέλα υποψηφίων, που όντως προκαλεί πλήγματα στον θεσμό που προτείνονται να υπηρετήσουν.

Στην παρούσα φάση και εν αναμονή της ανακοίνωσης του Πρωθυπουργού για την πρόταση από την πλευρά της κυβερνητικής πλειοψηφίας, η ακατάσχετη προεδρολογία δεν εκπλήσσει. Απεναντίας, ήταν αναμενόμενη μπροστά στην καθυστέρηση των ανακοινώσεων, όπως έχει αναγνωρίσει και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, επιμένοντας να εξαντλήσει τα συνταγματικά χρονικά όρια, προκειμένου να γνωστοποιήσει την επιλογή του. Και είναι αυτή η καθυστέρηση που έχει επιτρέψει να φουντώνουν σενάρια και να διακινούνται ή να καίγονται προτάσεις. Κυρίως επειδή η τακτική που ακολουθεί ο Πρωθυπουργός ερμηνεύεται εύλογα ως σινιάλο για αλλαγή φρουράς στο Προεδρικό. Ή, τουλάχιστον, ως απόδειξη ότι επικρατούν δεύτερες σκέψεις στο Μέγαρο Μαξίμου. Μέσα σε αυτό το σκηνικό, τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν επίσης αναμενόμενο ότι θα ακολουθούσαν τον δικό τους σχεδιασμό, προτείνοντας ή «ζυγίζοντας» υποψηφίους που εκτιμούν ότι εξυπηρετούν τις δικές τους πολιτικές ανάγκες. Οφείλουν όλες οι πλευρές, ωστόσο, να αντιληφθούν ότι η προεδρική εκλογή δεν είναι μια μάχη εντυπώσεων.