Αν υπάρχει ένας δημιουργός, ένας καλλιτέχνης που αν συνέχιζε να ζει θα παρέμενε σε όλες του τις εκφράσεις, τόσο τις καλλιτεχνικές όσο και τις ανθρώπινες, ακριβώς όπως ήταν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ενώ έχουν περάσει τριάντα έξι χρόνια από τον θάνατό του («έφυγε» στις 19 Ιουλίου του 1989), είναι αναμφισβήτητα ο Γιάννης Τσαρούχης. Χωρίς να μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς ως «ανεξέλικτο» – κάθε άλλο μάλιστα – αφού με τα ζωγραφικά του έργα και με τα κείμενά του οριοθέτησε μια περιοχή που προέβλεπε όλες τις εξελίξεις που θα μπορούσε να γνωρίσει ένα εξαιρετικά ανήσυχο πνεύμα και μια συνταρακτικά – αν και εκφραζόμενη με μια απαρομοίαστη νηφαλιότητα – αγωνιώδης ανθρώπινη φύση για καθετί που είχε συντελεστεί στην ιστορία της ανθρωπότητας και της τέχνης. Αφομοιωμένες οι αντίστοιχες περιπέτειες με έναν τόσο στοχαστικά διαυγή τρόπο ώστε να στοιχειώνουν τις συζητήσεις του με τους άλλους είτε αφορούσαν τον Μιχαήλ Αγγελο και τη συνεργασία της χορογράφου Ραλλούς Μάνου με τον ζωγράφο Γιάννη Μόραλη, είτε την πιπεράτη ατάκα ενός κομπάρσου σε μια κινηματογραφική ταινία, λίγο πριν εμφανιστεί για μια μοναδική φορά στο πλατό, αλλά και την κουβέντα ενός άγνωστου καλαθοπλέχτη, που τον είχε συναντήσει πριν από πενήντα χρόνια, στη διασταύρωση της Εμμανουήλ Μπενάκη με τη Ναυαρίνου, να πλέκει στο πεζοδρόμιο τα καλάθια του.


Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.
Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε
Ή εγγραφείτε
Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ