Ακόμη και αν σε ορισμένα σημεία απαιτεί τη μέγιστη στοχοπροσήλωση των θεατών για να μην επέλθει η αίσθηση της κόπωσης, το θεατρικό «Γκιακ» στον Σταθμό του Μεταξουργείου είναι μια διασκευή πεζογραφικού έργου με αξιώσεις. Οι αφηγήσεις των στρατιωτών που μοιράζονται τη χλαίνη – τον μανδύα της αφήγησης, σαν να λέμε – είναι οι ιστορίες όλων όσοι διαθέτουν τραύματα μέσα στην ιστορική συνθήκη. Και οι τέσσερις ηθοποιοί (Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Γιώργος Σύρμας, Ευθύμης Χαλκίδης, Αντώνης Χρήστου) στέκουν στο ύψος της θεατρικής σύμβασης επιτονίζοντας τις καίριες λέξεις ή παριστάνοντας τα αυτόματα που κάποια στιγμή τα χτυπάει η τυχαιότητα όση ώρα η γυναικεία φιγούρα γαζώνει στη ραπτομηχανή παράσημα επί παρασήμων: ο τιμημένος ηρωισμός ως η άλλη όψη του σακατεμένου ανθρώπου που επιστρέφει από την κόλαση του μακελειού. Εκεί, πάντως, που η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ντέλλα για τη μεταφορά των διηγημάτων του Δημοσθένη Παπαμάρκου χτυπάει φλέβα είναι στην εκκίνηση: όταν τρεις ηθοποιοί με ένα στόμα και μια φωνή εξιστορούν την παραλογή σε δεκαπεντασύλλαβο. Το κείμενο, δηλαδή, που εμφανίζεται πέμπτο μέσα στη συλλογή εδώ γίνεται το έναυσμα: «Περνούσε ο Χάρος μια βολά, βαρύς και φορτωμένος / κι από το δρόμο τον πολύ κι απ’ την πολλή τη δίψα / στάθηκε και ξαπόστασε στη βρύσ’ του Καλογέρου. / Πιάνει απ’ τη σέλα ένα σκοινί, μαύρο σαν την καρδιά του / πλεγμένο μια, πλεγμένο δυο, πλεγμένο τρεις και δέκα / από της χήρας τα μαλλιά και της μοιρολογίστρας / ν’ αντέχει ήλιο και βροχή, ν’ αντέχει και τα δάκρυα / κι όταν ακούει τα κλάματα, να σφίγγει, να δαγκάνει / όπως δαγκάνει η δραγκολιά και σφίγγει η βουνοχέντρα». Θα μπορούσε να στέκει και ως στιγμή ανθολογίας για την τρέχουσα θεατρική σεζόν.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ