Είχα «συναντήσει» τον Γιώργο Ιωάννου πολύ νωρίτερα από το «Φιλότιμο», τον «Επιτάφιο θρήνο» και τη «Δική μας κληρονομιά». Τον συναντούσα κάθε φορά που επισκεπτόμασταν ένα συγγενικό σπίτι στην Ανω Πόλη ή τη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Εκεί όπου τα κρεμασμένα εργόχειρα στις τηλεοράσεις, μια κρυστάλλινη φοντανιέρα και ο «κορμός» από κακάο όριζαν τη γεωμετρία ενός μικρομεσαίου σπιτικού. Τον συναντούσα πέριξ της Αχειροποιήτου, στον υπόγειο Αγιο Δημήτριο και στη Μονή Βλατάδων. Και ήταν μάλλον μια φαντασίωση – από αυτές που κολακεύουν τον μετεφηβικό ναρκισσισμό – ότι το τοπίο, δεν μπορεί, θα εισχωρούσε στα κείμενά του και θα γινόταν συναισθηματικό για να αποκαλύψει και σ’ εμάς την πόλη που βλέπαμε αλλά δεν γνωρίζαμε.

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tanea.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Είστε συνδρομητής; Συνδεθείτε

Ή εγγραφείτε

Αν θέλετε να δείτε την πλήρη έκδοση θα πρέπει να είστε συνδρομητής. Αποκτήστε σήμερα μία συνδρομή κάνοντας κλικ εδώ