Από την Τρίτη οι τόνοι της πολιτικής αντιπαράθεσης έχουν ανέβει κατακόρυφα στην Ολομέλεια του κοινοβουλίου. Συμπολίτευση και αντιπολίτευση σφυροκοπούν η μία την άλλη, ελπίζοντας η μεν να περιορίσει τη φθορά της – η οποία αποτυπώνεται σε όλες τις πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης – και η δε να επωφεληθεί από την πτώση των ποσοστών της ΝΔ. Φυσικά, σε κάθε δημοκρατία τόσο η άσκηση αντιπολιτευτικής κριτικής όσο και οι κυβερνητικές απαντήσεις σ’ αυτήν είναι θεμιτές – για να ακριβολογούμε, είναι θεμελιώδεις για τη σωστή λειτουργία του πολιτεύματος. Οι αντιπολιτευόμενοι έχουν καθήκον να ελέγχουν κοινοβουλευτικά την κυβέρνηση και οι κυβερνώντες οφείλουν να παρέχουν στοιχεία όταν τους ζητούνται καθώς και προτάσεις διακυβέρνησης. Κανείς δεν περιμένει να συμπλέουν, ειδικά όταν συζητούν θέματα τα οποία απασχολούν έντονα τους πολίτες.
Ωστόσο, επειδή η εμπειρία της μνημονιακής περιόδου – τότε που η Βουλή πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε από μέλη της εθνικής αντιπροσωπείας σαν σκηνή για σόου αντισυστημισμού – είναι νωπή, κρίνεται αναγκαίο να επικρατήσει ψυχραιμία και να μην εκτραχυνθούν τα πράγματα.
Η πλειονότητα όσων παρακολουθούν τις συνεδριάσεις στο βουλευτήριο από απόσταση περιμένει το κομματικό σύστημα να συμβάλει στο μέτρο των δυνατοτήτων του στη διερεύνηση των αιτιών της εθνικής τραγωδίας. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πρέπει οι εκπρόσωποι του έθνους από κάθε πλευρά των εδράνων να αποφύγουν τις ακρότητες, τους φθηνούς εντυπωσιασμούς και τα ντεσιμπέλ του λαϊκισμού. Οχι να επιστρέψουν στις εποχές που το κοινοβουλευτικό επίπεδο ήταν επίπεδο.